Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόπιμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απόπιμα το.
  • Το υπόλοιπο από πόση (νερού):
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 133r).

[<αποπίνω + κατάλ. μα. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπιμα [apópima] το,
  • small amount of drink remaining after drinking, heeltap (syn απόπιομα, βιδάνιο):
    • εγώ τ' αποπίματα των άλλων δεν πίνω |
    • χύσε τ' ~ και βάλε άλλο κρασί |
    • το κρασί είναι ~ και δεν κάνει γι' ανάμα |
    • έφαγαν τ' αποφάγια του αφέντη και του δούλου· έπιαν το ~ του γερού και του αρρώστου (Karkavitsas)

[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) απόπιμα, der of αποπίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες