Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόπειρα η [apópira] Ο27 : ενέργεια που επιχειρεί κάποιος, προσπάθεια: ~ βιασμού / ληστείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας. ~ συμφιλίωσης / συμβιβασμού. || ενέργεια δοκιμαστικού, πειραματικού χαρακτήρα: Ομάδα επιστημόνων έκανε επιτυχείς απόπειρες μεταμόσχευσης οργάνων από ζώα σε ανθρώπους. Στην Ελλάδα τελευταία έχουν γίνει αξιόλογες σκηνοθετικές απόπειρες. || (νομ.) η αρχή εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως: Kαταδικάστηκε για ~ βιασμού / απάτης.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπειρα `προσπάθεια να δοκιμαστεί κτ.΄ (ελνστ. σημ.: `πείραμα΄) σημδ. γαλλ. tentative]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόπειρα [apópira] η, (L)
- attempt, try (syn δοκιμή, προσπάθεια):
- γενναία, σημαντική, τελευταία ~ |
- δολοφονική, στιχουργική ~ |
- ~ ανθρωποκτονίας, απαγωγής, εμπρησμού, εισβολής, πραξικοπήματος |
- στις απόπειρες συμβιβασμού οι πολιτικοί μας ηγέτες αντιτάξανε ένα μεγάλο "όχι" (Petsalis) |
- οι απόπειρες για σύνθεση μυθιστορημάτων στα νεοελληνικά είναι αδέξιες (Dimaras) |
- οι απόπειρές τους ν' ανεβούν στα τείχη συντρίβονται (Vacalop) |
- η ~ να συμπληρωθεί η θεωρία με ιατρικές διευκρινήσεις έχει γίνει από πολλούς ερευνητές (Papanoutsos)
[fr kath απόπειρα ← K, AG]
- attempt, try (syn δοκιμή, προσπάθεια):
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπειράζω.
-
- 1) Δοκιμάζω:
- (Γλυκά, Στ. 16).
- 2) (Mέσ., μτβ.) κάνω απόπειρα εναντίον κάπ.:
- (Σφρ., Xρον. 10611).
[αρχ. αποπειράζω]
- 1) Δοκιμάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπειρατικός -ή -ό [apopiratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απόπειρα. || (γραμμ.) ~ ενεστώτας, που δηλώνει την προσπάθεια του υποκειμένου του ρήματος.
[λόγ. αποπειρα- (αποπειρώμαι) -τικός μτφρδ. γαλλ. conatif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπειρατικός, -ή, -ό [apopiratikós] (L) gramm
- denoting an attempt to perform an action, conative:
- ~ ενεστώτας, παρατατικός |
- αποπειρατική μετοχή |
- αποπειρατική έκφραση |
- το παράδειγμα δε δείχνει καθαρά την αποπειρατική σημασία του ενεστώτα (Kakridis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποπειρατικός, der of απόπειρα]
- denoting an attempt to perform an action, conative: