Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόξυσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απόξυσμα το· απόξυσμαν.
  • (Περιληπτ.)
    • α) ξύσματα:
      • Bούτυρον μετά αποξύσματος δέρματος ειργασμένου (Oρνεοσ. αγρ. 55728
    • β) (ειδικ.) τα υπολείμματα της ζύμης στη σκάφη μετά το πλάσιμο του ψωμιού, τα οποία μαζεύει κάπ. ξύνοντας τα τοιχώματά της·
      • (συνεκδ.) προκ. για πρόχειρο ψωμάκι που γίνεται από αυτά:
        • ηύρηκα την μαγκίπισσαν … ταις χερσίν κατέχουσαν άσπρον σεμιδαλάτον, απόξυσμαν τριπτούτσικον (Προδρ. III 170).

[μτγν. ουσ. απόξυσμα. Ο τ. σήμ. ποντ. και η λ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόξυσμα [apóksizma] το,
  • sth scraped off, scraping (syn απόξεσμα):
    • έπλασε ψωμί με αποξύσματα της σκάφης

[fr postmed (Somavera), MG απόξυσμα ← LK, der of ἀποξύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες