Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόξεσμα [apóksezma] το,
- sth scraped off, scraping (syn απόξυσμα, ξύσμα):
- ~ ξύλου |
- ~
[fr MG (4th c.) απόξεσμα, der of αποξέω; cf postmed (Somavera), MG απόξυσμα]
- sth scraped off, scraping (syn απόξυσμα, ξύσμα):