Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόξεσμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόξεσμα [apóksezma] το,
  • sth scraped off, scraping (syn απόξυσμα, ξύσμα):
    • ~ ξύλου |
    • ~

[fr MG (4th c.) απόξεσμα, der of αποξέω; cf postmed (Somavera), MG απόξυσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες