Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόξεση η [apóksesi] Ο33 : 1.η ενέργεια με την οποία αφαιρεί κάποιος κτ. από μια επιφάνεια με ξύσιμο. 2. (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται άρρωστα τμήματα της επιφάνειας διάφορων οργάνων του σώματος: ~ οστού / μήτρας. || (ειδικότ.) τεχνική έκτρωσης.
[λόγ.: 1: αποξέ(ω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἀπόξεσις `γυάλισμα΄)· 2: σημδ. γαλλ. curetage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόξεση [apóksesi] η, (L)
- ① scraping down, rubbing off (syn ξύσιμο):
- μετά την ~ του αλατιού, πρέπει να γεμίσεις τις τρύπες του τοίχου (Kazantz)
- ② med abrasion, curettage:
- η διεύρυνση του αυχένος της μήτρας και η ~ του βλεννογόνου της προκαλούν πολλές φορές ζημιές |
- του έκαναν ~, φαίνεται το σημάδι, εδώ στο δάχτυλο (KPolitis)
[fr kath απόξεσις ← PatrG, AG]
- ① scraping down, rubbing off (syn ξύσιμο):