Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομέρος [apoméros] adv w. gen (& L απομέρους)
- ① on the part of, on the side of, coming fr, from (syn phr από τη μεριά):
- πίεση ~ των εχθρών |
- ενθουσιασμός απομέρους του κοινού |
- ετοιμασίες ~ της κυβέρνησης |
- στοχαμοί ~ |
- ευμένεια ~ |
- αυτό της φαινόταν ~ του λιγάκι κουτό (Kitsop) |
- δε φανταζότανε τόση καρτερία ~ μας (ADoxas) |
- έγιναν απομέρους των ατάκτων μας αντίποινα αξιοθρήνητα (Christidis) |
- δε θα συναντήσουμε απελπισία ή διαμαρτυρία ~ τους (Sachinis)
- ② on behalf of, for (syn εκμέρους L, D από πάρτη):
- αυτοί φοβούνται και μιλάω ~ τους (LAkritas) |
- να τους παρακαλέστε ~ μου να συγκεντρωθούν εδώ (Karagatsis) |
- έκανα στην κηδεία του επίσημο αποχαιρετισμό ~ της Aκαδημίας (Melas, adapted) |
- υποδέχεται τον ξένο απομέρους της εταιρίας (Venezis)
- ③ as far as one is concerned, w. regard to (syn phr όσον αφορά):
- ~ μου η ιστορία αυτή είναι τελειωμένη (Terzakis)
[cpd of pref απο- & μέρος (Somavera); απομέρους fr kath ← PatrG, K ἀπό μέρους]
- ① on the part of, on the side of, coming fr, from (syn phr από τη μεριά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόμερος -η -ο [apómeros] Ε5 : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από εκεί που περνούν ή συχνάζουν άνθρωποι· απόκεντρος: Aπόμερο δρομάκι / καφενεδάκι. Kρύφτηκε σε μια απόμερη και σκοτεινή γωνιά. || (ως ουσ.) τα απόμερα, μέρος απόκεντρο, ερημικό.
απόμερα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ εδώ και κανείς δε θα μας δει. [απο- μέρ(ος) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόμερος, -η, -ο [apómeros]
- ① located away fr a center, out-of-the-way, outlying, remote (syn ανάμερος, απόκεντρος, παράμερος):
- ~ κήπος, όρμος, τόπος |
- απόμερη ακτή, επαρχία, κοιλάδα, πλαγιά, σπηλιά |
- απόμερη βίλα, γωνιά, εκκλησία, συνοικία |
- απόμερο νησί, οικόπεδο, στενό, χωριό |
- απόμερο διαμέρισμα, δωμάτιο, καφενείο |
- απόμερο πεύκο, πηγάδι |
- απόμερα κατατόπια, καταφύγια |
- οι σαντέζες έμεναν αργές σ' απόμερους καναπέδες .. τάχα που τους περίμεναν (Levantas) |
- δεν έμεινε ιστορική είδηση, όσο απόμερη κι αν ήταν η πηγή της, ανεκμετάλλευτη (Theodorakop) |
- poem .. το μικρό πουλάκι |.. εγλυκοκοιμότανε σ' απόμερο κλαράκι (Karavidas)
- ⓐ taking place at an out-of-the-way location:
- μ' αυτό συνδυάζονταν και οι συχνοί, οι ελεύθεροι και απόμεροι περίπατοι του σχολείου (Delmouzos)
- ② (being) apart or aloof, isolated (syn παράμερος):
- στο σχολείο έμενε απόμερη απ' τ' άλλα τα κορίτσια (Karagatsis) |
- προτιμούσε την άδοξη ζωή, την απόμερη, την ήρεμη (Kanellop) |
- τη φωνή του, μυστική και απόμερη, δεν την πρόσεξε καν ο λαός (id.)
[cpd w. μέρος]
- ① located away fr a center, out-of-the-way, outlying, remote (syn ανάμερος, απόκεντρος, παράμερος):