Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόμακρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόμακρος -η -ο [apómakros] Ε5 : 1.που βρίσκεται μακριά, μακρινός, απομακρυσμένος: ~ τόπος. Aπόμακρο μέρος. Kατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία. 2. που προέρχεται από μακριά, από μεγάλη απόσταση: Aπόμακρο βουητό / ποδοβολητό. Aκούγονταν απόμακροι ήχοι κουδουνιών και βελάσματα προβάτων. απόμακρα ΕΠIΡΡ.

[μσν. επίρρ. απόμακρ(α) -ος (αναδρ. σχημ.) < απο- αρχ. μακράν `μακριά΄ με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόμακρος, -η, -ο [apómakros]
  • ① being in a distant place, remote, far-off (syn αλαργινός 1):
    • ~ βράχος, λαός, τόπος |
    • απόμακρη γειτονιά, γωνιά, εκκλησία, περιοχή |
    • απόμακρο ακρογιάλι, αστέρι, βουνό, χωριό |
    • απόμακρο φεγγάρι |
    • η απόμακρη Aνατολή (syn Άπω Aνατολή) |
    • απόμακρο κέντρο εμπορίου |
    • τα απόμακρα σημεία της χώρας |
    • ξεμοναχιαζόταν μαζί τους σ' ένα απόμακρο τραπέζι (Ouranis) |
    • μέσα μου είναι έν' απόμακρο βασίλειο (Palam)
  • ⓐ coming fr a distance, distant, remote (syn αλαργινός 1b, απομακρυσμένος 1c):
    • ~ αντίλαλος, κρότος |
    • απόμακρη βροντή |
    • απόμακρο βούισμα, ουρλιαχτό, φως |
    • έφτανε στ' αφτιά του απόμακρο κανονίδι (TAthanasiadis) |
    • τεντώνει τ' αφτί ν' ακούσει και τα βιολιά όλο και γίνονται πιο απόμακρα (Myriv) |
    • poem γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; (Seferis) |
    • στον έγκλειστο κήπο σου | απόμακρα βήματα ηχούν (TBali)
  • ⓑ removed in time, distant, remote (syn αλαργινός 1c, απομακρυσμένος 2b, μακρινός):
    • απόμακρη γνωριμία, εποχή, παράδοση |
    • απόμακρο μέλλον, παρελθόν (syn απώτερο) |
    • ήρθε ο διάολος την ώρα εκείνη να μου θυμίσει τη βραδιά την απόμακρη (Panagiotop) |
    • η σμέρνα είναι ψάρι γνωστό από τα πιο απόμακρα χρόνια (Bastias)
  • ② fig distant, remote, inaccessible:
    • απόμακρη γνώση, ομορφιά, συγκίνηση |
    • οι μεταφυσικές αποδείξεις του θεού είναι τόσο απόμακρες, που δεν συγκινούν τους ανθρώπους (Theodoridis) |
    • παρουσιάζει το γυναικείο σύμβολο απόμακρο, άφθαστο, ιδεατό (Tsatsos)
  • ⓒ dissimilar, distant, alien (syn απομακρυσμένος2 3b, near-syn ξένος):
    • το έργο του οικοδόμου είναι απόμακρο τελείως από το παιχνίδι (Andronikos) |
    • poem οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι απόμακρα και ξένα (Livaditis)
  • ③ distant, aloof (near-syn αποτραβηγμένος):
    • οι ηθοποιοί δεν είναι πια πλάσματα απόμακρα και μυθικά |
    • παρακολουθεί τη διαδικασία αγέρωχος κι ~ (Karagatsis) |
    • στα μάτια του φαίνονταν κάτι απόμακρο και ξερό (Kitsop) |
    • ώρες ώρες έμοιαζε αφαιρεμένη κι απόμακρη (LAkritas)

[der of απόμακρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες