Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόμακρο [apómakro] το,
- ① distant or far-off place, distance:
- καθόμαστε κοιτάζοντας τη δύση και το κοκκινωπό μαβί ~, που γύριζε στο γκρίζο (KPolitis)
- ⓐ pl απόμακρα τα, used in adv phr at or fr a distance, yonder (syn τα ξέμακρα):
- το Aγιονόρος έριχνε το μεγάλον ήσκιο του στ' απόμακρα του πελάγου (Myriv, adapted) |
- ακούστηκε στ' απόμακρα η φωνή του μουεζίνη (Petsalis) |
- από τ' απόμακρα ερχόταν το βουητό του καταρράχτη (id.) |
- poem κι όλο κρατώ στ' απόμακρα με τη γυμνή ρομφαία | της ρωμιοσύνης τον οχτρό .. (Palam) |
- καράβι, καραβάκι! | ωιμέ! στ' απόμακρα πού πας; (Christomanos)
- ② sth remote or distant (syn απομακρυσμένο, ξέμακρο):
- δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση του απόμακρου, του πολύτιμου και του ασύλληπτου (Sachinis, adapted) |
- poem .. κοιτούσε τόσο οικεία τα απόμακρα (Ritsos)
[substantiv. n of απόμακρος]
- ① distant or far-off place, distance:
[Λεξικό Κριαρά]
- απομακρόθεν, επίρρ.· απομακρόθες· απουμακρόθεν.
-
- 1) (Προκ. για κίνηση) από μακρινή απόσταση:
- τον λαόν ελθόντα απομακρόθεν (Διγ. Z 2010).
- 2) (Προκ. για στάση) μακριά, σε κάποια απόσταση:
- Ήτον απομακρόθες μας ποτάμι (Λίβ. Esc. 3065).
[<πρόθ. από + επίρρ. μακρόθεν (συνεκφ. μτγν., L‑S, λ. μακρόθεν). H λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) (Προκ. για κίνηση) από μακρινή απόσταση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόμακρος -η -ο [apómakros] Ε5 : 1.που βρίσκεται μακριά, μακρινός, απομακρυσμένος: ~ τόπος. Aπόμακρο μέρος. Kατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία. 2. που προέρχεται από μακριά, από μεγάλη απόσταση: Aπόμακρο βουητό / ποδοβολητό. Aκούγονταν απόμακροι ήχοι κουδουνιών και βελάσματα προβάτων.
απόμακρα ΕΠIΡΡ. [μσν. επίρρ. απόμακρ(α) -ος (αναδρ. σχημ.) < απο- αρχ. μακράν `μακριά΄ με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόμακρος, -η, -ο [apómakros]
- ① being in a distant place, remote, far-off (syn αλαργινός 1):
- ~ βράχος, λαός, τόπος |
- απόμακρη γειτονιά, γωνιά, εκκλησία, περιοχή |
- απόμακρο ακρογιάλι, αστέρι, βουνό, χωριό |
- απόμακρο φεγγάρι |
- η απόμακρη Aνατολή (syn Άπω Aνατολή) |
- απόμακρο κέντρο εμπορίου |
- τα απόμακρα σημεία της χώρας |
- ξεμοναχιαζόταν μαζί τους σ' ένα απόμακρο τραπέζι (Ouranis) |
- μέσα μου είναι έν' απόμακρο βασίλειο (Palam)
- ⓐ coming fr a distance, distant, remote (syn αλαργινός 1b, απομακρυσμένος 1c):
- ~ αντίλαλος, κρότος |
- απόμακρη βροντή |
- απόμακρο βούισμα, ουρλιαχτό, φως |
- έφτανε στ' αφτιά του απόμακρο κανονίδι (TAthanasiadis) |
- τεντώνει τ' αφτί ν' ακούσει και τα βιολιά όλο και γίνονται πιο απόμακρα (Myriv) |
- poem γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; (Seferis) |
- στον έγκλειστο κήπο σου | απόμακρα βήματα ηχούν (TBali)
- ⓑ removed in time, distant, remote (syn αλαργινός 1c, απομακρυσμένος 2b, μακρινός):
- απόμακρη γνωριμία, εποχή, παράδοση |
- απόμακρο μέλλον, παρελθόν (syn απώτερο) |
- ήρθε ο διάολος την ώρα εκείνη να μου θυμίσει τη βραδιά την απόμακρη (Panagiotop) |
- η σμέρνα είναι ψάρι γνωστό από τα πιο απόμακρα χρόνια (Bastias)
- ② fig distant, remote, inaccessible:
- απόμακρη γνώση, ομορφιά, συγκίνηση |
- οι μεταφυσικές αποδείξεις του θεού είναι τόσο απόμακρες, που δεν συγκινούν τους ανθρώπους (Theodoridis) |
- παρουσιάζει το γυναικείο σύμβολο απόμακρο, άφθαστο, ιδεατό (Tsatsos)
- ⓒ dissimilar, distant, alien (syn απομακρυσμένος2 3b, near-syn ξένος):
- το έργο του οικοδόμου είναι απόμακρο τελείως από το παιχνίδι (Andronikos) |
- poem οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι απόμακρα και ξένα (Livaditis)
- ③ distant, aloof (near-syn αποτραβηγμένος):
- οι ηθοποιοί δεν είναι πια πλάσματα απόμακρα και μυθικά |
- παρακολουθεί τη διαδικασία αγέρωχος κι ~ (Karagatsis) |
- στα μάτια του φαίνονταν κάτι απόμακρο και ξερό (Kitsop) |
- ώρες ώρες έμοιαζε αφαιρεμένη κι απόμακρη (LAkritas)
[der of απόμακρος]
- ① being in a distant place, remote, far-off (syn αλαργινός 1):