Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόμακρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
απόμακρα, επίρρ.· απομακρά· απομακράν· απομακράς· απουμακρά· ’πουμακρά.
  • 1) Mακριά, σε μεγάλη απόσταση:
    • απόμακρα ’χ το δεισ σου (Kυπρ. ερωτ. 437).
  • 2)
    • α) Aπό μακριά, από μεγάλη απόσταση:
      • να φωνάξει απομακράς (Θυσ. 1015· Γλυκά, Στ. 124
    • β) (μεταφ.) με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς:
      • λογιάζου για την προξενιά, το πώς να τηνε πούσι· κι αρχίζουσιν απόμακρα (Eρωτόκρ. E´ 323).

[<πρόθ. από + επίρρ. μακρά. Oι τ. απομακρά (Bλάχ.) και απουμακρά και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο LBG, το Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόμακρα [apómakra] adv
  • ① fr a distance, fr afar (syn απαλάργα, απομακριά 1):
    • ~ τα κοπάδια σέρναν στις βουνοπλαγιές τον αχό της νύχτας (Sardelis) |
    • ένα χωριό δείχνει ~ τα λιγοστά φωσάκια του (AKotzias) |
    • poem μια βοή φτάνει ~ (Sikel) |
    • κι όταν ~ φανούν των καραβιών αντένες, | τσούρμο όλες κατεβαίνουνε στο μώλο .. (Sfyroeras)
  • ② at a distance, far away, afar, far (syn αλάργα 1, αλαργινά 1, μακριά, πέρα):
    • κάθεται, στέκει ~ |
    • μια πρόσθετη αίσθηση έδενε την ψυχή του παιδιού με την ψυχή της Έρσης, όσο κι αν ήτο ~ η μια απ' την άλλη (Drosinis) |
    • πήγαινε μοναχός με την κιθάρα του ~ στους βράχους και τραγουδούσε (G.-A. Mangakis) |
    • μια μυστική φωλιά, όχι ~ απ' τη σηκωτή καστρόπορτα, καιροφυλαχτεί (Kythraiotis) |
    • poem μα το καράβι σου πού το άραξες ..; | εδώ μαθές κοντά για ~; .. (Homer Od 9.279 Kaz-Kakr)
  • ③ faintly, vaguely (near-syn αμυδρά 3):
    • θυμάται τώρα ~ τους Δεσμώτες (του A. Tερζάκη) (Chatzinis) |
    • ένα ποτάμι, που κομμάτια του μου θύμισαν ~ τον Σηκουάνα, σέρνεται προς τη λίμνη (Karantonis) |
    • poem κι ω, πώς ~ ευωδάν οι μυστικοί σου κρίνοι! (Sikel)

[fr postmed, MG απόμακρα ← MG απομακρά ← MG απομακράν]

[Λεξικό Κριαρά]
απομακραίνω· μτχ. παρκ. απομακρεμένος.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Aπομακρύνω (κάπ.) από κάπου:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [22]).
    • 2) Kρατώ (κάπ.) μακριά, (τον) αποφεύγω:
      • τους άντρες όλους να μισώ και να τσ’ απομακραίνω (Πανώρ. Γ´ 602).
  • Β´ (Aμτβ.) πηγαίνω μακριά, απομακρύνομαι:
    • εμίσευεν ο άτυχος, απομακραίνει ’κείθεν (Θησ. Γ´ [853]).

[<απομακρύνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ύνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομακραίνω s. απομακρύνω.
[Λεξικό Κριαρά]
απομακράν, απομακράς, επίρρ.,
βλ. απόμακρα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες