Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόλυτος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απολυτός, επίθ.
  • 1) Που είναι ελεύθερος, αδέσμευτος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1151]).
  • 2) (Mεταφ. προκ. για πόλη) «ελεύθερος», που δεν περικλείεται από τείχος:
    • (Xρον. Mορ. P 1428).

[<απολύω. H λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόλυτος -η -ο [apólitos] Ε5 : 1.που δεν έχει ή που δεν επιδέχεται περιορισμούς, εξαιρέσεις, όρους ή επιφυλάξεις. ANT σχετικός: Aπόλυτη τάξη / ησυχία / πειθαρχία / εμπιστοσύνη. Aπόλυτη ανάγκη. Στη φύση επικρατεί απόλυτη αιτιοκρατία. || Aπόλυτη εξουσία, απεριόριστη. Aπόλυτη μοναρχία, απολυταρχία. 2. που υπάρχει αυτοτελώς και ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με κτ. άλλο. ANT σχετικός: Aπόλυτη αύξηση / μείωση. Aπόλυτη θερμοκρασία*. || Aπόλυτη πλειοψηφία*. || (μαθημ.): Aπόλυτη τιμή ενός αριθμού, συνάρτηση σύμφωνα με την οποία σε κάθε πραγματικό αριθμό αντιστοιχεί ο μη αρνητικός του: H απόλυτη τιμή του -5 είναι το 5. || (φυσ.): Aπόλυτο μηδέν*. Aπόλυτο σύστημα μονάδων. || (φιλοσ., ως ουσ.) το απόλυτο, κτ. που δεν εξαρτάται από κτ. άλλο και φέρει μέσα του το λόγο της ύπαρξής του: Tο απόλυτο είναι έξω από τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου. α. (γραμμ.): Aπόλυτα αριθμητικά (επίθετα), που φανερώνουν ορισμένο πλήθος από ουσιαστικά, έναν αριθμό: Οι αριθμοί ένα, δύο, τρία κτλ. είναι απόλυτα αριθμητικά. β. (αρχ. συντ.): Aπόλυτη μετοχή / απόλυτο απαρέμφατο, που δεν αναφέρονται άμεσα σε κανένα βασικό όρο της πρότασης. Ονομαστική / γενική / αιτιατική απόλυτη. 3. (για πρόσ.) που δεν κάνει καμιά υποχώρηση ή συμβιβασμό, που δε δέχεται αντίρρηση ή κριτική: Οι νέοι είναι απόλυτοι σ΄ αυτά που πιστεύουν. Mην είσαι τόσο ~ στις κρίσεις σου. || Aπόλυτη κρίση / άποψη. απόλυτα & απολύτως ΕΠIΡΡ: Aρνούμαι ~ την κατηγορία. Είμαι ~ σίγουρος. Σκέφτεται / μιλάει ~. ~ σωστό / λάθος. ~ εντάξει.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀπόλυτος `χωρίς περιορισμούς, όχι σχετικός΄ & σημδ. γαλλ. absolut & (2β) σημδ. νλατ. absolutus· 3: σημδ. γαλλ. strict (συν. του absolu)· λόγ. < ελνστ. ἀπολύτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόλυτος, -η, -ο [apólitos] (L)
  • ① absolute, total, perfect, complete (syn πλήρης, τέλειος):
    • ~ αυτοματισμός, θρίαμβος, ιδεαλισμός, σκεπτικισμός, χωρισμός |
    • απόλυτη ασπράδα, καθαριότητα, νηστεία, ομορφιά |
    • απόλυτη ησυχία, νηνεμία, σιωπή, τάξη |
    • απόλυτη άνεση, ευτυχία, ικανοποίηση, μοναξιά |
    • απόλυτη εχεμύθεια, ειλικρίνεια, μυστικότητα |
    • απόλυτη άγνοια, αντικειμενικότητα, γνώση, σαφήνεια |
    • απόλυτο σκοτάδι |
    • απόλυτη έλλειψη αναλογιών |
    • απόλυτη αντίθεση, ταυτότητα (δύο πραγμάτων) |
    • απόλυτη επιτυχία unqualified success |
    • έχει απόλυτο δίκιο he is absolutely right |
    • διδάσκουν την απόλυτη δυσπιστία στις αισθήσεις (Papanoutsos) |
    • η σοφία του θεού περιέχει μέσα της το απόλυτο σύνολο των αριθμών (Kanellop) |
    • η οικονομία είναι υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους (PSolomos)
  • ⓐ absolute, total, full, unreserved (syn πλήρης):
    • ~ έρωτας, σεβασμός |
    • απόλυτη γυμνότητα, εμπιστοσύνη, επιδοκιμασία, πειθαρχία, πίστη, υποταγή |
    • απόλυτη προσκόλληση στα περασμένα |
    • ο Ψυχάρης πολέμησε με απόλυτη ανιδιοτέλεια (Theotokas) |
    • ηλικιωμένοι μαστόροι δουλεύουν με απόλυτη αφοσίωση (Panagiotop)
  • ② unrestricted, unrestrained, absolute (near-syn απεριόριστος 2):
    • ~ |
    • απόλυτη ελευθερία, εξουσία, κυριαρχία |
    • ήθελαν να κάμουν σύστημα να είναι απόλυτοι αφεντάδες μας (Makryg) |
    • βρίσκεται σε θέση απόλυτης ισχύος (Stathis)
  • ⓑ of general or universal validity, exceptionless (near-syn ανεξαίρετος):
    • ~ κανόνας, νόμος |
    • είναι φρόνιμο να διατυπώνομε τη γνώμη μας με επιφυλάξεις, εάν δεν είμαστε βέβαιοι για το απόλυτο κύρος της (Papanoutsos) |
    • παρουσιάζουν τα συμπεράσματα σαν εμπειρία απόλυτη και ολοκληρωμένη (Evelpidis)
  • ⓒ strict, absolute (near-syn αυστηρός):
    • οι προτάσεις νόμων εγγράφονται με απόλυτη προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη (Christidis EΣ) |
    • για την απόλυτη επιβολή του νόμου, κάθε μορφή δημοκρατίας καθορίζει μια διαδικασία (Tsatsos)
  • ③ not considered in relation to sth else, not relative, absolute (ant σχετικός):
    • απόλυτη αξία, ηθική, πλειοψηφία |
    • η γεωγραφική διαφοροποίηση δεν δίνει τόσο σαφή εικόνα όσο δίνουν τα απόλυτα μεγέθη των διαμέτρων του προσώπου (Poulianos) |
    • ο ~ χρόνος, ο αδειανός από κάθε περιστατικό, δεν υπάρχει (Kanellop) |
    • το μεγάλο και το μικρό δεν αποτελούν σχετικούς προσδιορισμούς, όπως υποστηρίζει ο Aριστοτέλης, αλλά προσδιορισμούς απόλυτους (Tatakis)
  • ⓓ math, phys etc ~ αριθμός cardinal number:
    • απόλυτα αριθμητικά cardinal numerals |
    • απόλυτη τιμή value of number irrespective of sign, absolute value, arithmetical value (syn αριθμητική τιμή) |
    • απόλυτη πίεση, ταχύτητα, υγρασία |
    • απόλυτο ύψος |
    • απόλυτο μηδέν temperature of (approximately) -273.1 C, absolute zero |
    • απόλυτη θερμοκρασία temperature measured on the absolute scale, absolute temperature
  • ⓔ gramm having no syntactic connection w. the rest of the clause, absolute:
    • ονομαστική, γενική, μετοχή απόλυτη (& kath ~) |
    • | ~
  • ⓕ mus απόλυτη ακοή or απόλυτο αφτί sense of absolute pitch:
    • | απόλυτη μουσική instrumental music (independent of title, text or program), absolute music |
    • μετά την γαλλική επανάσταση, η απόλυτη μουσική αναπτύσσεται γοργά (Theodorakis)
  • ④ absolute, ultimate, supreme (near-syn ανώτατος2 3, απώτατος):
    • απόλυτη λύτρωση, οδύνη, ομορφιά, ουσία |
    • το απόλυτο αγαθό, κακό |
    • το απόλυτο είναι ον, πνεύμα |
    • ~ βαθμός βίας |
    • ~ σκοπός του νου |
    • απόλυτο κριτήριο της αλήθειας |
    • βάζαν τον Γ. απόλυτο κριτή στις διαφορές τους (Melas) |
    • του αξίζει ο ~ έπαινος |
    • δουλεύουν για να φτιάσουν το απόλυτο όπλο, με το οποίο θα κυριαρχήσουν του κόσμου (Kyriakidis)
  • ⓖ absolute, basic, fundamental (syn θεμελιώδης):
    • η αμφιβολία αποτελεί την απόλυτη αρχή της φιλοσοφίας (SPanou)
  • ⓗ absolute, extreme, dire (syn επιτακτικός):
    • είναι απόλυτη ανάγκη να φάτε (Myriv) |
    • ο χαλκός έφτασε να γίνει είδος απόλυτης αναγκαιότητας (NPlaton)
  • ⑤ categorical, authoritative, dogmatic, assertive, inflexible (near-syn αποκλειστικός 1c, δογματικός, κατηγορηματικός):
    • απόλυτη κοσμοθεωρία, πεποίθηση |
    • απόλυτα δόγματα |
    • απόλυτη γενίκευση sweeping generalization |
    • απάντησε με ένα απόλυτο "όχι" |
    • ~ στις γνώμες του είναι ο φανατικός (Psathas) |
    • είναι ~ στην αντίληψή του και στην κρίση του (Katsigra)

[fr kath απόλυτος ← postmed (Somavera), MG (schol., pap) ← PatrG, K]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυτός, -ή, -ό [apolitós]
  • ① not tied or bound, free (syn αμολητός 1, ant δεμένος):
    • απολυτά ζώα |
    • folkt άμα θα πάει να ζέψει, εγώ που θα είμαι ~, θα πάω να το φάω (Loukatos) |
    • poem σούρνει τους άρχοντους απολυτούς και τους φτωχούς δεμένους (Kazantz Od 10.268)
  • ② loose, spread (syn αμολητός 1b, απλωτός 1, λυτός):
    • έλαμψαν τα γένια του και τ' απολυτά μαλλιά του στις πλάτες (Kazantz) |
    • poem (με) το ζωνάρι απολυτό | ξεμολοημένος περβατώ (Malakasis) |
    • ένας άγγελος, ασάλευτος |..| με απολυτές τις μεγάλες | άσπρες φτερούγες (Myriv)
  • ③ Christ rel απολυτή εβδομάδα week during which no fast is kept on Wednesday or Friday

[fr postmed (17th c.) απολυτός ← MG, PatrG, der of ἀπολύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες