Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόλυτο [apólito] το, gen απόλυτου (& απολύτου), (L)
- ① ultimate essence or reality, the absolute (syn απολυτότητα 1, ant το σχετικό):
- αναζητούν, αποκαλύπτουν, κατέχουν το ~ |
- τείνει προς το ~ |
- καμιά έννοια του νου δεν καλύπτει το ~ (Theodorakop) |
- θαυμάζω στον T. τον αδιάλειπτο αγώνα του για να συλλάβει το ~ (Chatzinis) |
- δε δικάζουμε ποτέ εν ονόματι του απολύτου, είμαστε κάποτε αυστηρότεροι, κάποτε επιεικέστεροι (Athanasiadis-N) |
- οι εραστές του απόλυτου είναι εκείνοι που τα θέλουν όλα ή τίποτε (Panagiotop)
- ⓐ ultimate or absolute degree (syn έπακρο):
- η ευτυχία της έχει φτάσει στο ~ (Psathas)
- ② quality of being absolute, dogmatic assertiveness, absoluteness (syn απολυτότητα 3):
- η αντικειμενικότητα των ηθικών αξιών είναι επαρκής για να στηρίξει το ~ του κύρους των (Papanoutsos) |
- διώχνει απ' την πόρτα τη μεταφυσική, ξαναμπάζει απ' το παράθυρο το ~ της επιστημονικής γνώσης (Dizikirikis)
[fr kath το απόλυτον ← MG (schol.), LK, substantiv. n of ἀπόλυτος]
- ① ultimate essence or reality, the absolute (syn απολυτότητα 1, ant το σχετικό):
- απολυτοποίηση [apolitopíisi] η, (L)
- act or process of making or considering absolute, absolutization:
- ~ του σχετικού |
- άκριτη ~ των επιτευγμάτων της επιστημονικής δραστηριότητας |
- ο φιλοσοφικοϊστορικός δογματισμός οδηγεί στην ~ της ιστορίας (Despotop)
[fr kath (neol) απολυτοποίησις, der of απολυτοποιώ]
- act or process of making or considering absolute, absolutization:
- απολυτοποιώ [αpolitopió] απολυτοποιεί, aor subj απολυτοποιήσω, pass 3sg απολυτοποιείται, aor subj απολυτοποιηθεί, (L)
- make or consider absolute, absolutize:
- ~ το αντικείμενο, την αρετή |
- η θεωρία απολυτοποιείται |
- απολυτοποιεί την ύπαρξη της πολιτείας, καθώς ταυτίζει ουσιακά την πολιτεία με την ιστορία (Despotop) |
- ο ηθικός δογματισμός προκύπτει όταν απολυτοποιήσομε μία αξία ή μία απαξία της ζωής (Theodorakop) |
- χρειάζεται αυτό που θα επιδωχθεί να απολυτοποιηθεί μέσα στο υποκείμενο (Tsatsos)
[fr kath (neol) απολυτοποιώ, cpd of απόλυτος & -ποιώ]
- make or consider absolute, absolutize:
- απολυτός, επίθ.
-
- 1) Που είναι ελεύθερος, αδέσμευτος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1151]).
- 2) (Mεταφ. προκ. για πόλη) «ελεύθερος», που δεν περικλείεται από τείχος:
- (Xρον. Mορ. P 1428).
[<απολύω. H λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Που είναι ελεύθερος, αδέσμευτος:
- απόλυτος -η -ο [apólitos] Ε5 : 1.που δεν έχει ή που δεν επιδέχεται περιορισμούς, εξαιρέσεις, όρους ή επιφυλάξεις. ANT σχετικός: Aπόλυτη τάξη / ησυχία / πειθαρχία / εμπιστοσύνη. Aπόλυτη ανάγκη. Στη φύση επικρατεί απόλυτη αιτιοκρατία. || Aπόλυτη εξουσία, απεριόριστη. Aπόλυτη μοναρχία, απολυταρχία. 2. που υπάρχει αυτοτελώς και ανεξάρτητα και όχι σε σχέση με κτ. άλλο. ANT σχετικός: Aπόλυτη αύξηση / μείωση. Aπόλυτη θερμοκρασία*. || Aπόλυτη πλειοψηφία*. || (μαθημ.): Aπόλυτη τιμή ενός αριθμού, συνάρτηση σύμφωνα με την οποία σε κάθε πραγματικό αριθμό αντιστοιχεί ο μη αρνητικός του: H απόλυτη τιμή του -5 είναι το 5. || (φυσ.): Aπόλυτο μηδέν*. Aπόλυτο σύστημα μονάδων. || (φιλοσ., ως ουσ.) το απόλυτο, κτ. που δεν εξαρτάται από κτ. άλλο και φέρει μέσα του το λόγο της ύπαρξής του: Tο απόλυτο είναι έξω από τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου. α. (γραμμ.): Aπόλυτα αριθμητικά (επίθετα), που φανερώνουν ορισμένο πλήθος από ουσιαστικά, έναν αριθμό: Οι αριθμοί ένα, δύο, τρία κτλ. είναι απόλυτα αριθμητικά. β. (αρχ. συντ.): Aπόλυτη μετοχή / απόλυτο απαρέμφατο, που δεν αναφέρονται άμεσα σε κανένα βασικό όρο της πρότασης. Ονομαστική / γενική / αιτιατική απόλυτη. 3. (για πρόσ.) που δεν κάνει καμιά υποχώρηση ή συμβιβασμό, που δε δέχεται αντίρρηση ή κριτική: Οι νέοι είναι απόλυτοι σ΄ αυτά που πιστεύουν. Mην είσαι τόσο ~ στις κρίσεις σου. || Aπόλυτη κρίση / άποψη.
απόλυτα & απολύτως ΕΠIΡΡ: Aρνούμαι ~ την κατηγορία. Είμαι ~ σίγουρος. Σκέφτεται / μιλάει ~. ~ σωστό / λάθος. ~ εντάξει. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀπόλυτος `χωρίς περιορισμούς, όχι σχετικός΄ & σημδ. γαλλ. absolut & (2β) σημδ. νλατ. absolutus· 3: σημδ. γαλλ. strict (συν. του absolu)· λόγ. < ελνστ. ἀπολύτως]
- απόλυτος, -η, -ο [apólitos] (L)
- ① absolute, total, perfect, complete (syn πλήρης, τέλειος):
- ~ αυτοματισμός, θρίαμβος, ιδεαλισμός, σκεπτικισμός, χωρισμός |
- απόλυτη ασπράδα, καθαριότητα, νηστεία, ομορφιά |
- απόλυτη ησυχία, νηνεμία, σιωπή, τάξη |
- απόλυτη άνεση, ευτυχία, ικανοποίηση, μοναξιά |
- απόλυτη εχεμύθεια, ειλικρίνεια, μυστικότητα |
- απόλυτη άγνοια, αντικειμενικότητα, γνώση, σαφήνεια |
- απόλυτο σκοτάδι |
- απόλυτη έλλειψη αναλογιών |
- απόλυτη αντίθεση, ταυτότητα (δύο πραγμάτων) |
- απόλυτη επιτυχία unqualified success |
- έχει απόλυτο δίκιο he is absolutely right |
- διδάσκουν την απόλυτη δυσπιστία στις αισθήσεις (Papanoutsos) |
- η σοφία του θεού περιέχει μέσα της το απόλυτο σύνολο των αριθμών (Kanellop) |
- η οικονομία είναι υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους (PSolomos)
- ⓐ absolute, total, full, unreserved (syn πλήρης):
- ~ έρωτας, σεβασμός |
- απόλυτη γυμνότητα, εμπιστοσύνη, επιδοκιμασία, πειθαρχία, πίστη, υποταγή |
- απόλυτη προσκόλληση στα περασμένα |
- ο Ψυχάρης πολέμησε με απόλυτη ανιδιοτέλεια (Theotokas) |
- ηλικιωμένοι μαστόροι δουλεύουν με απόλυτη αφοσίωση (Panagiotop)
- ② unrestricted, unrestrained, absolute (near-syn απεριόριστος 2):
- ~ |
- απόλυτη ελευθερία, εξουσία, κυριαρχία |
- ήθελαν να κάμουν σύστημα να είναι απόλυτοι αφεντάδες μας (Makryg) |
- βρίσκεται σε θέση απόλυτης ισχύος (Stathis)
- ⓑ of general or universal validity, exceptionless (near-syn ανεξαίρετος):
- ~ κανόνας, νόμος |
- είναι φρόνιμο να διατυπώνομε τη γνώμη μας με επιφυλάξεις, εάν δεν είμαστε βέβαιοι για το απόλυτο κύρος της (Papanoutsos) |
- παρουσιάζουν τα συμπεράσματα σαν εμπειρία απόλυτη και ολοκληρωμένη (Evelpidis)
- ⓒ strict, absolute (near-syn αυστηρός):
- οι προτάσεις νόμων εγγράφονται με απόλυτη προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη (Christidis EΣ) |
- για την απόλυτη επιβολή του νόμου, κάθε μορφή δημοκρατίας καθορίζει μια διαδικασία (Tsatsos)
- ③ not considered in relation to sth else, not relative, absolute (ant σχετικός):
- απόλυτη αξία, ηθική, πλειοψηφία |
- η γεωγραφική διαφοροποίηση δεν δίνει τόσο σαφή εικόνα όσο δίνουν τα απόλυτα μεγέθη των διαμέτρων του προσώπου (Poulianos) |
- ο ~ χρόνος, ο αδειανός από κάθε περιστατικό, δεν υπάρχει (Kanellop) |
- το μεγάλο και το μικρό δεν αποτελούν σχετικούς προσδιορισμούς, όπως υποστηρίζει ο Aριστοτέλης, αλλά προσδιορισμούς απόλυτους (Tatakis)
- ⓓ math, phys etc ~ αριθμός cardinal number:
- απόλυτα αριθμητικά cardinal numerals |
- απόλυτη τιμή value of number irrespective of sign, absolute value, arithmetical value (syn αριθμητική τιμή) |
- απόλυτη πίεση, ταχύτητα, υγρασία |
- απόλυτο ύψος |
- απόλυτο μηδέν temperature of (approximately) -273.1 C, absolute zero |
- απόλυτη θερμοκρασία temperature measured on the absolute scale, absolute temperature
- ⓔ gramm having no syntactic connection w. the rest of the clause, absolute:
- ονομαστική, γενική, μετοχή απόλυτη (& kath ~) |
- | ~
- ⓕ mus απόλυτη ακοή or απόλυτο αφτί sense of absolute pitch:
- | απόλυτη μουσική instrumental music (independent of title, text or program), absolute music |
- μετά την γαλλική επανάσταση, η απόλυτη μουσική αναπτύσσεται γοργά (Theodorakis)
- ④ absolute, ultimate, supreme (near-syn ανώτατος2 3, απώτατος):
- απόλυτη λύτρωση, οδύνη, ομορφιά, ουσία |
- το απόλυτο αγαθό, κακό |
- το απόλυτο είναι ον, πνεύμα |
- ~ βαθμός βίας |
- ~ σκοπός του νου |
- απόλυτο κριτήριο της αλήθειας |
- βάζαν τον Γ. απόλυτο κριτή στις διαφορές τους (Melas) |
- του αξίζει ο ~ έπαινος |
- δουλεύουν για να φτιάσουν το απόλυτο όπλο, με το οποίο θα κυριαρχήσουν του κόσμου (Kyriakidis)
- ⓖ absolute, basic, fundamental (syn θεμελιώδης):
- η αμφιβολία αποτελεί την απόλυτη αρχή της φιλοσοφίας (SPanou)
- ⓗ absolute, extreme, dire (syn επιτακτικός):
- είναι απόλυτη ανάγκη να φάτε (Myriv) |
- ο χαλκός έφτασε να γίνει είδος απόλυτης αναγκαιότητας (NPlaton)
- ⑤ categorical, authoritative, dogmatic, assertive, inflexible (near-syn αποκλειστικός 1c, δογματικός, κατηγορηματικός):
- απόλυτη κοσμοθεωρία, πεποίθηση |
- απόλυτα δόγματα |
- απόλυτη γενίκευση sweeping generalization |
- απάντησε με ένα απόλυτο "όχι" |
- ~ στις γνώμες του είναι ο φανατικός (Psathas) |
- είναι ~ στην αντίληψή του και στην κρίση του (Katsigra)
[fr kath απόλυτος ← postmed (Somavera), MG (schol., pap) ← PatrG, K]
- ① absolute, total, perfect, complete (syn πλήρης, τέλειος):
- απολυτός, -ή, -ό [apolitós]
- ① not tied or bound, free (syn αμολητός 1, ant δεμένος):
- απολυτά ζώα |
- folkt άμα θα πάει να ζέψει, εγώ που θα είμαι ~, θα πάω να το φάω (Loukatos) |
- poem σούρνει τους άρχοντους απολυτούς και τους φτωχούς δεμένους (Kazantz Od 10.268)
- ② loose, spread (syn αμολητός 1b, απλωτός 1, λυτός):
- έλαμψαν τα γένια του και τ' απολυτά μαλλιά του στις πλάτες (Kazantz) |
- poem (με) το ζωνάρι απολυτό | ξεμολοημένος περβατώ (Malakasis) |
- ένας άγγελος, ασάλευτος |..| με απολυτές τις μεγάλες | άσπρες φτερούγες (Myriv)
- ③ Christ rel απολυτή εβδομάδα week during which no fast is kept on Wednesday or Friday
[fr postmed (17th c.) απολυτός ← MG, PatrG, der of ἀπολύω]
- ① not tied or bound, free (syn αμολητός 1, ant δεμένος):
- απολυτότητα η [apolitótita] Ο28 : η ιδιότητα του απόλυτου3: H ~ των απόψεών του.
[λόγ. απόλυτ(ος)3 -ότης > -ότητα]
- απολυτότητα [apolitótita] η, (L)
- ① ultimate essence, the absolute (syn απόλυτο 1):
- μεταξύ των ίδιων των αξιών, στην καθαρότητα και απολυτότητά τους, αντινομίες και συγκρούσεις δεν υπάρχουν (Tsatsos) |
- η φιλοσοφία θα συλλάβει την ουσία του αφηρημένου στην απολυτότητά του (Tatakis) |
- όχι το άθροισμα των ιδιαιτέρων απόψεων, αλλ' αυτή η ύπαρξη στην απολυτότητά της, μπαίνει κάτω από το ερώτημα του αυτοκτόνου (Terzakis)
- ② absence of relations w. or dependence on other things, non-relativity, absoluteness (ant σχετικότητα):
- αν γίνεται το απόλυτο να χωράει στο νου, τότε αφήνει την απολυτότητά του και έρχεται σε σχέση με κάτι άλλο (Theodorakop) |
- είναι το θέμα της σχετικότητας και της απολυτότητας των πνευματικών αξιών (Chatzinis)
- ③ quality of being absolute, dogmatic assertiveness, absoluteness (syn απόλυτο 2, near-syn αποκλειστικότητα 1b):
- ~ χωρίς αποδείξεις |
- ο συγγραφέας μετριάζει την ~ των βασικών του προτάσεων |
- το αντιμυθιστόρημα γίνεται κάτι σαν εντελώς καινούργιο με την ~ που θέλει να πάρει (Karantonis) |
- τα πανεπιστήμια τα κατέχει κάποιος δογματισμός και ~ ιδεών (SZSideris)
[fr kath (neol) απολυτότης, der of απόλυτος]
- ① ultimate essence, the absolute (syn απόλυτο 1):