Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόλουση [apólusi] η, (L)
- act of cleansing one's body, ablution (near-syn πλύση, πλύσιμο):
- τελετουργική ~
[fr kath απόλουσις ← K, AG]
- act of cleansing one's body, ablution (near-syn πλύση, πλύσιμο):