Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόλουση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόλουση [apólusi] η, (L)
  • act of cleansing one's body, ablution (near-syn πλύση, πλύσιμο):
    • τελετουργική ~

[fr kath απόλουσις ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες