Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόληψη η [apólipsi] Ο33 : 1.είσπραξη μέρους από ένα χρηματικό ποσό που δικαιούται κάποιος: ~ ποσού / χρημάτων. 2. η παραγωγή ενός προϊόντος ύστερα από κάποια διαδικασία, επεξεργασία: ~ χρυσού από μεταλλεύματα.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπόληψις, αρχ. σημ.: `διακοπή΄ (-σις > -ση)· 2: σημδ. αγγλ. recover]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόληψη [apólipsi] η, gen απολήψεως, (L)
- ① act or process of receiving, receipt, getting, taking (near-syn αποδοχή 1, παραλαβή):
- ζητείται η ~ των αποδοχών για τον εκτός υπηρεσίας χρόνο |
- το κεφάλαιο, που είναι συνηθισμένο στην ~ μεγάλων κερδών είναι πιθανό .. να αντιδράσει (Angelop)
- ⓐ taking out or away, withdrawing, extraction:
- καταθέσεις και απολήψεις deposits and withdrawals (syn ανάληψη 1) |
- πρέπει να διαπιστωθεί αν είναι δυνατή η ~ μεγάλης ποσότητος νερού για αρδευτικές ανάγκες με τις γεωτρήσεις |
- ο αποχετευτικός αγωγός δεν επαρκεί για την ~ των λυμάτων |
- ενώ μέχρι τούδε ελαμβάνετο το ένα τρίτο, δια των νέων τεχνικών απολήψεως των κοιτασμάτων λαμβάνουμε ήδη το σύνολον αυτών (Angelop)
- ② sth that is received, receipt, return (near-syn απολαβή):
- έτσι εγκαταλείπονται στη μικρή προσπάθεια και στη μικρή ~ της κάθε μέρας (Panagioto)
[fr kath απόληψις ← K, AG]
- ① act or process of receiving, receipt, getting, taking (near-syn αποδοχή 1, παραλαβή):