Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόλαυση η [apólafsi] Ο33 : 1.ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά που αισθάνεται κάποιος μέσο των αισθήσεων ή του πνεύματος: Σωματική / υλική / ερωτική / πνευματική / καλλιτεχνική / αισθητική ~. Σπάνια / μοναδική / εξαιρετική ~. H ~ ενός γεύματος / ποτού / τσιγάρου. Οι απολαύσεις της ζωής. 2α. (για πργ.) ό,τι προκαλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Ένα δροσερό ντους μετά τη γυμναστική είναι ~. Tο μασάζ στο κουρασμένο κορμί είναι ~. β. (για πρόσ.) για κπ. που κάποιες του ενέργειες, δραστηριότητες ή γενικότερα οι σχέσεις μαζί του, προκαλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Aυτή η γυναίκα / αυτός ο άνδρας είναι ~. Aυτός ο καλλιτέχνης / ο κωμικός είναι ~. || Είναι ~ να
, είναι ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Είναι ~ να το(ν) ακούς / να το(ν) βλέπεις / να το τρως / να το αισθάνεσαι.
[λόγ. < αρχ. ἀπόλαυ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόλαυση [apólafsi] η, (& D απόλαψη) gen απόλαυσης & απολαύσεως, pl απολαύσεις οι, (& D απόλαψες) (L)
- pleasure, enjoyment, delight, relish, delection (syn απολαβή 3, near-syn ευχαρίστηση, τέρψη):
- ~ αγαθών, της γεύσεως, της ζωής, του πανοράματος, των σπορ, της συνομιλίας, του ύπνου, του φεγγαριού, του ωραίου |
- αισθητική, ατομική, θεϊκή, σαρκική, στιγμιαία, υλική, ψυχική ~ |
- phr είναι ~ she is a delight |
- δέχομαι τα γράμματά σου ως τη μόνη ~ που μου έμεινε (Palam) |
- είχε μορφωθεί τέλεια κ' η ομιλία της ήταν ~ (Xenop) |
- ο βασανιστής δεν κατέχει παρά μόνο την ~ του θηρίου (Panagiotop) |
- η μελέτη έχει απειράριθμες και καταπληκτικές απολαύσεις (Papatsonis) |
- ήτανε μια ζήση γιομάτη κίντυνο μα και γιομάτη απόλαψες (Petsalis) |
- θέλουμε να χαρούμε κάτι που άλλοτε στάθηκε για μας πηγή πνευματικής απόλαυσης (Chatzinis)
- ① possession, enjoyment (of rights etc):
- ν' αποκτήσει ο πληθυσμός την απόλυτη ~ των δικαιωμάτων του και των ελευθεριών του (Christidis) |
- όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσο δικαίωμα απολαύσεως του κοινωνικού προϊόντος (Nestor)
[fr kath απόλαυσις ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- pleasure, enjoyment, delight, relish, delection (syn απολαβή 3, near-syn ευχαρίστηση, τέρψη):