Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκτηση η [apóktisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτώ: ~ περιουσίας / φήμης / αξίας / δόξας. H ~ χρημάτων και υλικών αγαθών δε φέρνει αυτόματα την ευτυχία. || ~ παιδιών, η γέννηση παιδιών.
[λόγ. αποκτη- (αποκτώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀπόκτησις `απώλεια΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκτηση [apóktisi] η, (& D απόχτηση) (L)
- acquisition, obtaining, obtainment, acquirement, gain, getting (ant απώλεια):
- ~αγαθών, βιβλίων, διπλώματος, κέρδους, πλούτου |
- ~ αρετών, γνώσεων, δικαιωμάτων, εξουσίας, ελευθερίας, ιθαγένειας, πείρας, προνομίων |
- ~ οικονομικής αυτάρκειας, συναισθηματικής σταθερότητος |
- δυνατότητες απόκτησης στέγης με ειδικά κίνητρα |
- δεν πλήρωσαν για την ~ του μεταξιού (Angelop) |
- ούτε φαίνεται να φιλοδοξεί την ~ οπαδών (Athanasiadis-N) |
- η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτησή της (Theodorakop) |
- ούτε η απόχτηση, ούτε η συντήρηση του αλόγου κοστίζει λίγο (Kakridis)
[fr kath απόκτησις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap)]
- acquisition, obtaining, obtainment, acquirement, gain, getting (ant απώλεια):