Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκτημα το [apóktima] & απόχτημα το [apóxtima] Ο49 : καθετί που αποκτάει κάποιος: Ο επιθετικός παίκτης είναι πρόσφατο ~ της ομάδας στις μεταγραφές. || (επέκτ.) για κτ. ιδιαίτερα πολύτιμο, μεγάλης αξίας: Ένας καλός φίλος είναι πραγματικό ~. Tο νέο στάδιο είναι αληθινό ~ για την πόλη μας. Ένας πίνακας του Πικάσο είναι το πρόσφατο ~ του μουσείου μας.
[-χτ-: αποχτη- (αποχτώ) -μα· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- απόκτημα το.
-
- Ό,τι αποκτά κανείς:
- (Bακτ. αρχιερ. 136).
[<αόρ. του αποκτώ + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ό,τι αποκτά κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκτημα [apóktima] το, (& D απόχτημα)
- ① object acquired, acquisition, possession:
- phr κατάλογος νέων αποκτημάτων accessions catalog |
- το μουσείο στεγάζει εκθέσεις και όχι μόνιμα αποκτήματά του (Thrylos) |
- αποκτήματα που θα εφαίνονταν μυθικά σε άλλους καιρούς, τα προσπερνούμε (Panagiotop) |
- αισθάνεται την ανάγκη χρημάτων για ν' απολαύσει ένα λαμπρό απόχτημα (Papatsonis) |
- μια κατεργασία επίμονη συμπλέκει την πείρα της ζωής και τα αποχτήματα του νου (Andronikos)
- ② valuable or treasured possession, prized asset:
- ~ για κάθε ελληνική βιβλιοθήκη |
- ~ της Eθνικής Πινακοθήκης, της κλασικής εποχής, της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, της πλατωνικής διαλεκτικής |
- ανεχτίμητο, εθνικό ~ |
- phr είναι μεγάλο ~ του κόμματος he is a great asset for the party |
- το κριτικό πνεύμα είναι από τα μεγαλύτερα αποκτήματα του Eυρωπαϊκού πολιτισμού (Terzakis) |
- ~ του νεοελληνικού λυρισμού, όσον κι αν δεν το υποψιάζεται ο ποιητής (Palam) |
- η ιπποκρατική ιατρική ήτανε την εποχή εκείνη ένα αξιόλογο ~ του ορθού λόγου (Theodorakop) |
- ο τόμος αυτός .. αποτελεί θετικό και οριστικό ~ για τη μελέτη των νεοελληνικών θεμάτων (Dimaras) |
- αυτό το απόχτημα ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός και η τέχνη του δεν το ξέχασαν ποτέ εντελώς (Karouzos)
[fr kath απόκτημα ← postmed (Somavera), MG, der of αποκτώ]
- ① object acquired, acquisition, possession: