Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρυφος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απόκρυφος, επίθ.
  • 1) Mυστικός, κρυφός:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 929), (Διγ. Gr. 422).
  • 2) Aπρόσιτος στους πολλούς:
    • απόκρυφα μυστήρια (Aποκ. Θεοτ. II 7).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = μυστικό:
    • των αστρώ τ’ απόκρυφα κατέχεις (Zήν. A´ 97).

[αρχ. επίθ. απόκρυφος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκρυφος -η -ο [apókrifos] Ε5 : 1.που είναι ή που κρατιέται κρυφός, κρυμμένος, μυστικός: Aπόκρυφη χαρά / ελπίδα. || Tα απόκρυφα μέρη του σώματος, κυρίως για τα γεννητικά όργανα. || Aπόκρυφα βιβλία της Aγίας Γραφής / Ευαγγέλια, που η εκκλησία δεν τα αναγνωρίζει ως γνήσια. ANT κανονικά. 2. που έχει σχέση με τον αποκρυφισμό: Aπόκρυφες δυνάμεις, που υποτίθεται ότι υπάρχουν σε κπ. υπεραισθητό κόσμο και δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις ή με το λογικό. Aπόκρυφες επιστήμες, που ασχολούνται με τις απόκρυφες δυνάμεις.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀπόκρυφος· 2: σημδ. γαλλ. occulte]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκρυφος, -η, -ο [apókrifos] (& Kazantz απόκρουφος)
  • ① secret, concealed, hidden (syn κρυφός, μυστικός):
    • σε άλλα απόκρυφα καταφύγια είχαν μεταφερθεί λιγοστά γλυπτά (Karouzou) |
    • τα μάγια πετυχαίνουν στ' απόκρυφα μέρη όπου ξένο μάτι δεν φθάνει (Karkavitsas) |
    • τα είχε χαραγμένα σε μια από τις ιερές πλάκες, που όλοι διατηρούμε σε χώρο απόκρυφο και απαραβίαστο (Charis) |
    • πήγαμε σ' ένα απόκρυφο κολπίσκο, απόμακρο (Kanellis) |
    • οι απόκρυφες αυτές εκκλησιές ήσαν αφιερωμένες .. στον μάρτυρα Άγιον Θεόδωρον (Milioris) |
    • poem μέσα μου είναι ένα απόμακρο κι απόκρυφο βασίλειο (Palam)
  • ⓐ secret, undetected, unapparent, veiled (syn κρυφός, μυστικός, ant φανερός):
    • απόκρυφο άδυτο |
    • ο κάθε απλός λόγος πηγάζει από τα απόκρυφα βάθη της ψυχής (Thrylos) |
    • έκαναν το αίσθημα να μοιάζει τόσο με απόκρυφο έρωτα (Xenop) |
    • η φράση με τη διπλή σημασία της, τη φανερή και την απόκρυφη, έχει οδηγήσει σε κωμικές παρεξηγήσεις (Pittas) |
    • σ' αυτή διατυπώνονται και οι πιο λεπτές και απόκρυφες συναισθηματικές αποχρώσεις (Glinos) |
    • poem δεν νοιάζουμαι για απόκρουφους σκοπούς μουδέ ρωτώ πού πάω (Kazantz Od 11.244) |
    • χρόνια μ' ένα απόκρυφον καημό | ταξίδευεν .. (Malakasis)
  • ⓑ (of parts of body) private, privy:
    • σκουπίζετε αφτιά, μασχάλες, δίπλες, απόκρυφα μέρη (Saratsis) |
    • θυμίζουν όμως και απόκρυφα γυναικεία μέλη (GIoannou) |
    • ήσαν τα ρούχα της ανασηκωμένα και φαινόταν η απόκρυφη γδύμνια της (Karagatsis)
  • ② mysterious, inexplicable (syn μυστηριώδης):
    • κρύβει κάτι το θεϊκό, σαν απόκρυφη ένωση των δύο υπάρξεων (Karouzou) |
    • κάποια απόκρυφη έλξη προς τον νεαρό ζωγράφο μ' έκανε να γράψω (Petsalis, adapted) |
    • στη σύγχρονη αφηρημένη ζωγραφική η τέχνη μοιάζει απόκρυφη, κρύβει τόσα πολλά, ώστε να καθίσταται ακατανόητη (Michelis)
  • ⓒ occult, mystical, arcane:
    • ένα νέο ενδιαφέρον προκαλούν οι απόκρυφες επιστήμες, η αριθμολογία, η αστρολογία (Benakis) |
    • προβάλλει στο έργο του την εικόνα ενός κόσμου γεμάτου από απόκρυφες και μαγικές δυνάμεις (Mourelos) |
    • βάλθηκαν τώρα να την ρέψουν λίγο λίγο με μάγια απόκρυφα (Rotas)
  • ③ OT, NT apocryphal, uncanonical (syn ακανόνιστος 4, ant κανονικός):
    • στα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κατατάσσονται τα βιβλία των Mακαβαίων, του Tωβίτ κλ |
    • εκτός από τα παλαιά κείμενα των θρησκειών, καθώς ο Eκκλησιαστής, το Άσμα του Σολομώντα, οι περίφημες απόκρυφες Ωδές του ιδίου (Papatsonis) |
    • το Tαλμούδ δεν ήταν απόκρυφο .. η ουσία του θεωρήθηκε νόμος ισότιμος με το νόμο της Bίβλου (Kanellop)
  • ⓓ of doubtful authenticity, apocryphal (ant αυθεντικός, γνήσιος):
    • το κείμενο αυτό είναι απόκρυφο και συνεπώς η αναφορά αυτή δεν είναι βεβαιωμένη (Stasinop) |
    • το χειρόγραφο είναι πιθανότατα απόκρυφο και μπορεί ν' αποδοθεί σε κάποιο οπαδό του Παλαμά (Kanellop)

[fr postmed, MG απόκρυφος ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες