Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκρυφα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απόκρυφα, επίρρ.· απόκουρφα.
  • Kρυφά, μυστικά:
    • σιγά και απόκρυφα ας γένει η πουλησιά μας (Φλώρ. 918· Eρωτόκρ. E´ 523).

[<επίθ. απόκρυφος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκρυφα1 [apókrifa] adv (&
  • Kazantz απόκρουφα) secretly, clandestinely (syn κρυφά, μυστικά, ant φανερά):
    • τον ξεπροβόδισε με τη σιγή που δε μιλά φανερά μα ομολογεί πιο ~(TAthanasiadis) |
    • κεντούσαν τ' άμφια των παπάδων, και πιο κρυφά, πιο ~ μια ελληνική σημαία (Athanas) |
    • poem το πλούσιο χέρι ~ με δώρα συχναπλώνεις (Markoras) |
    • μιλούν οι δυο συντρόφοι απόκρουφα κι αργά κοντοζυγώνουν (Kazantz Od 24.880)

[fr postmed, MG απόκρυφα, der of απόκρυφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκρυφα2 [apókrifa] τα, (L)
  • ① hidden or secret places:
    • θέλετε να δείτε και τ' ~ της Πομπηίας; (Venezis, adapted) |
    • στα ~ του Aρτεμισίου που ζούσαν, νερό δεν είχαν, φαΐ δεν είχαν (ChZalokostas)
  • ⓐ privy parts:
    • ήταν σχεδόν γυμνή, σκέπασε μπρος και πίσω τα απόκρυφά της, και βγήκε (Loukatos)
  • ② secrets, mysteries (near-syn μυστικά):
    • θέλει να μαντέψει της ψυχής τα πάθη και της καρδιάς τ' ~ (Karkavitsas) |
    • φέρνει στο φως τα δυσάρεστα ~ της ανθρώπινης ψυχής (Stasinop) |
    • μαθαίνει τα ~ της εθιμοτυπίας (Louros) |
    • poem δεν έχεις χρεία τ' ~ του κόσμου να γνωρίσεις (Markoras)
  • ③ the occult:
    • το έργο που έγραψε το 1534 χαρακτηρίζεται ως το κύριο δείγμα της στροφής του προς τη μαγεία, προς τα ακατανόητα, προς τα ~ (Kanellop)

[pl of kath το απόκρυφον ← MG, PatrG το ἀπόκρυφον, substantiv. n of AG ἀπόκρυφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες