Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκρουση η [apókrusi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρούω. 1. η επιτυχής αντιμετώπιση, το σταμάτημα μιας επίθεσης. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) το σταμάτημα, η απώθηση του επιτιθέμενου: H ~ του εχθρού / της εχθρικής εφόδου. β. (αθλ.) η ανακοπή μιας επιθετικής ενέργειας: H ~ των επιθέσεων της αντίπαλης ομάδας. || H ~ της μπάλας από τον τερματοφύλακα ήταν εκπληκτική. 2. (μτφ.) α. η αντίκρουση, η ανασκευή, η αναίρεση λόγων, επιχειρημάτων κτλ.: ~ των κατηγοριών / των συκοφαντιών. β. η άρνηση, η μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς: ~ προτάσεων / προσφορών.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόκρου(σις) `χάση του φεγγαριού΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποκρούω & σημδ. αγγλ. repulse]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκρουση [apókrusi] η, (L)
- ① pushing back, repulse, repelling (syn απώθηση):
- ~ μπάλλας |
- ~ της απειλής |
- το ιταλικό πυροβολικό, μετά την ~ των βερσαλιέρων, αρχίζει να χτυπά το λόφο (ChZalokostas) |
- να ανατεθεί η ~ του εχθρού στη μηχανοκίνητη μεραρχία (Terzakis)
- ② repulsion, rejection (syn απόρριψη, ant αποδοχή):
- ο Προμηθέας είναι η πρώτη ~ των υπερβατικών δεδομένων, που χαλιναγωγούν την ανθρώπινη βούληση (Panagiotop) |
- η ~ της προβληματικής πρότασης είναι ισχυρότερη από την αποδοχή της (Papanoutsos) |
- η ~ επαίνων είναι επιθυμία διπλών επαίνων (Kontogiannis) |
- προκάλεσε την προσβλητική ~ των ερωτικών του βλεμμάτων (Kanellop)
[fr kath απόκρουσις ← MG, PatrG ← K]
- ① pushing back, repulse, repelling (syn απώθηση):