Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απόκοτος, επίθ.· απόκουτος.
-
- Tολμηρός, θαρραλέος, γενναίος:
- την ανδρεία του Διγενή και την πολλά απόκοτη καρδία (Διγ. O 1494)·
- προς τα πλήθη των Tουρκών απόκοτοι χυθήκαν (Aχέλ. 304).
- Tο ουδ. ως ουσ. = τόλμη, θάρρος, παλληκαριά:
- (Aργυρ., Bάρν. K 90).
[αβέβ. ετυμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Tολμηρός, θαρραλέος, γενναίος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκοτος -η -ο [apókotos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος. || απερίσκεπτος.
απόκοτα ΕΠIΡΡ. [μσν. απόκοτος < απο- κόττ(ος) `ζάρι΄ -ος “που ρισκάρει εύκολα” (< αρχ. θ. κοτ- `κεφάλι΄;) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκοτος, -η, -ο [apókotos]
- ① bold, brave, daring, intrepid (syn θαρραλέος, τολμηρός):
- πολύ ~ είναι αυτός ο γιδάρης! δεν έχει φόβο κανένα για το μαρτύριο, για το θάνατο; (Panagiotop) |
- τότες ήμασταν δυναμεροί κι απόκοτοι και πααίναμε στα τείχια σερνάμενοι στην κοιλιά (Petsalis) |
- φλογίστηκαν οι καρδιές της πιο ζωντανής, της πιο θαρραλέας, ας πούμε και της πιο απόκοτης μερίδας του έθνους (Pappageotes) |
- poem και στους οχτρούς να πάει μονάχος του, να τους παραφυλάξει |.. ~ περίσσια πρέπει να 'ναι (Homer Il 10.41 Kaz-Kakr) |
- με βήμα λεύτερο περνούσε | απόκοτη κι αντρόπιαστη, άφοβα θωρώντας (Palam)
- ⓐ foolhardy, reckless (syn απερίσκεπτος 3, παράτολμος):
- αυτά λοιπόν που συ και οι πολλοί ονομάζετε ανδρεία, εγώ τα ονομάζω παράτολμα και απόκοτα (Papanoutsos) |
- τυχερός κι ~ αλλά ποιος το 'πε ότι δεν της αρέσουνε της μοίρας οι μεγάλες αποτολμιές; (Petsalis) |
- poem τον άγνωστο έφερα θεό και, ~, αψήφησα | την πολεμόχαρη Παλλάδα .. (Palam)
- ② bold, impudent, audacious (syn θρασύς):
- οι πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους άγριοι, απόκοτοι, αχαλίνωτοι (Prevelakis) |
- ήταν και πολύ ~ ο τρόπος που έγινε το πράγμα - χοντρή προσβολή για όλο το χωριό (Myriv) |
- να μην ξανάβλεπε έπειτα το θρασύ κι απόκοτο και βλάστημο εκείνο πέρασμα των πολύχρωμων σανταλιών (FPolitis) |
- poem Tηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, τι λόγια αυτά που κρένεις; (Homer Od 2.85 Kaz-Kakr) |
- πράξη απόκοτη είναι τούτη και γεμάτη αδιαντροπιά (Stavrou Ar)
- ③ steep, abrupt (syn απόκρημνος):
- τέτοιοι είναι οι δυο γιγάντοι, ο Άθως και ο Aντάθως με τα ραχόνια τους τ' απόκοτα (Papatsonis)
[fr postmed, MG απόκοτος, cpd of από & MG κόττος 'cube, die']
- ① bold, brave, daring, intrepid (syn θαρραλέος, τολμηρός):