Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόκοσμος -η -ο [apókozmos] Ε5 : 1.που φαίνεται ότι δε σχετίζεται και ιδίως ότι δεν προέρχεται από το δικό μας κόσμο αλλά από κπ. άλλο: Aπόκοσμη μελωδία / μουσική. Bυζαντινές τοιχογραφίες με απόκοσμες μορφές αγίων. || πολύ παράξενος, μυστηριώδης: Aπόκοσμη φωνή. 2. (για πρόσ.) που βρίσκεται στο δικό του κόσμο, απομονωμένος και απόμακρος από τον κοινωνικό περίγυρο: Είναι ~ και απροσπέλαστος.
απόκοσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. απο- κόσμ(ος) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόκοσμος, -η, -ο [apókozmos] (L)
- ① heavenly, wonderful (syn θεσπέσιος):
- ένοιωσα τόση απόκοσμη ευδαιμονία, τόση γλύκα και νοσταλγία (Kazantz) |
- το χαμόγελό του είχε κάτι το απόκοσμο, το αγγελικό (Christofi) |
- ~, αρμονικός ήχος, πρωτόφαντος στο άκουσμα έγλειψε λαφρά τα τύμπανά τους (Kythraiotis)
- ② mysterious, eerie, unworldly (syn μυστηριώδης, υπερφυσικός):
- η στερνή στροφή αντήχησε σαν απόκοσμη, σαν ειπωμένη όχι από άνθρωπο, μα από αερικό (Karagatsis) |
- ερχόταν από το Σύμπαν αυτή η απόκοσμη φωνή, βαθιά κι αργόσυρτη και λειτουργική (Stasinop) |
- γιατί παρουσιάζουν τον καλλιτέχνη σαν τέρας απόκοσμο, μυστηριακό και ουρανοκατέβατο (Dizikirikis) |
- όλα είχαν κάτι το απόκοσμο, κάτι που εξαΰλωνε τη φυσική έκταση των αντικειμένων (Stamelos) |
- poem είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο (Seferis)
- ③ keeping away fr the world, unsocial, solitary, detached (syn αποκοσμωμένος, απομονωμένος, near-syn L ακοινώνητος 1):
- ~, κλεισμένος στον εαυτούλη του |
- διαλύει το μύθο του απόκοσμου, ερημίτη ποιητή (Chatzinis) |
- δεν είναι ο κλεισμένος σε κελλί μοναστηριού ~ ασκητής (Kanellop) |
- το κομμάτι εκείνο στο ημερολόγιο δεν ήταν μόνο το ξεχείλισμα ενός απόκοσμου ονειροπόλου (id.) |
- poem μοναχικός, ~ δίχως ελπίδα διαφυγής έρχεσαι πάντα τα μεσάνυχτα (NPapadimitriou)
- ⓐ cut off, isolated (syn απομονωμένος):
- τούτοι οι μικροψαράδες, ένας κόσμος ~, ούτε υπομνήματα ήξεραν να συντάξουν ούτε επιτροπές να στείλουνε πουθενά ούτε απεργίες να αποτολμήσουν (Zappas) |
- όπου ένας λαός μακρινός κι ~ είχε στην κατοχή του άφθονο χρυσάφι (Papatsonis)
- ⓑ distant, remote (syn απόμακρος, απόμερος):
- ύστερα από σαράντα χρόνους μεροκάματο σ' απόκοσμες φάρμες, ξανάμπαινε σε πολιτεία (Bastias) |
- τι εγύρευε η λατρεία του Ήλιου, του κέντρου, απάνω στον έρημο, απόκοσμο βράχο του Tαινάρου (Floros) |
- έτσι ακολούθησε το δικό του δρόμο που δεν ήταν διόλου απόμερος και ~, αλλά διασταυρωνόταν αδιάκοπα με το δρόμο των άλλων (Kanellop)
[cpd w. κόσμος]
- ① heavenly, wonderful (syn θεσπέσιος):