Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκομμα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
απόκομμα το· απόκομμαν.
  • 1)
    • α) Tμήμα, κομμάτι:
      • είχε της κόρης ο κοιτών παρέξω μεσοκήπιν, του παραδείσου απόκομμαν (Λίβ. Sc. 1313
    • β) γόνος, απόγονος:
      • (Φλώρ. 1426).
  • 2) Aπόκρημνη περιοχή βουνού:
    • (Xρον. Mορ. P 2986).

[μτγν. ουσ. απόκομμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκομμα [apókoma] το, (also αποκόμματο) pl αποκόμματα τα,
  • ① cut-off piece, cutting, shaving, scrap (near-syn κομμάτι):
    • αποκόμματα ξύλου, δέρματος |
    • αποκόμματα σιδήρου scrap iron |
    • ήθελε να 'ταν ο πόλεμος ένα κοκκινόμαυρο παρασάρκωμα απάνω του, να το κόψει, να το πετάξει σαν ένα αποκόμματο σάπιο κρέας (Myriv)
  • ⓐ leftover piece of bread, scrap of bread (syn ψωμοκόμματο):
    • μάζωξα τ' αποκόμματα |
    • του 'δωσε του σκυλιού ένα ~ |
    • έδωσε του ζητιάνου ένα αποκόμματο |
    • ο παππούς μένει και τρώει όλα τ' αποκόμματα και τα ψίχουλα (Tsirkas)
  • ② piece, fragment (syn κομμάτι):
    • τα έργα των φουτουριστών δίνουν την εντύπωση ότι αποκόμματα νατουραλιστικών εικόνων έχουν συρραφεί σ' ένα πίνακα (Papanoutsos) |
    • poem .. το βράχο εχτύπησε, στα δυο χωρίζοντάς τον· | κι έμεινε εκεί ο μισός· το ~, που πάνω του καθόταν | ο Aίας .. στο πέλαο μέσα πέφτει (Homer Od 4.508 Kaz-Kakr)
  • ③ newspaper clipping:
    • λεύκωμα αποκομμάτων scrapbook |
    • συλλογή αποκομμάτων clipping file |
    • ο Zακ φορώντας τα γυαλιά του έβγαλε από το πορτοφόλι ένα ~ (Tsirkas)
  • ④ stock exch ~ ομολογίας, τοκομεριδίου bond, shares or securities coupon (syn κουπόνι)

[fr postmed (Somavera), MG απόκομμα ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκομμα 1 το [apókoma] Ο49 : α.το τμήμα, το κομμάτι που χωρίζεται, που αποκόπτεται από κάπου (ιδ. με κόψιμο, σχίσιμο): ~ εισιτηρίου / απόδειξης. β. τμήμα έντυπης σελίδας (ιδ. εφημερίδας, περιοδικού κτλ.) που κόβεται και κρατιέται από κπ., γιατί περιέχει κτ. που τον ενδιαφέρει: Kράτησε όλα τα αποκόμματα των δημοσιευμάτων που αναφέρονταν στις δίκες των πολιτικών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκομμα `κομμάτι, απόσπασμα΄ σημδ. γαλλ. coupon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκομμα 2 το : (λαϊκότρ.) το σταμάτημα του θηλασμού· απογαλακτισμός.

[αποκόβ(ω)Ι1 -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκομματικοποίηση [apokomatikopíisi] η, (L)
  • removal of political party influences or divisions (syn αποκομματισμός, ant κομματικοποίηση, κομματισμός):
    • επιχειρείται ~ της ομοσπονδίας σωματείων από μια ομάδα

[fr kath (neol) αποκομματικοποίησις, cpd w. κομματικοποίησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκομματικοποιώ [apokomatikopió] aor subj αποκομματικοποιήσω, (L)
  • remove from party influence (ant κομματικοποιώ):
    • θα αποκομματικοποιήσει τη ραδιοτηλεόραση

[cpd w. κομματικοποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκομματισμός [apokomatizmós] ο, (L) = αποκομματικοποίηση
:
  • τον αγώνα για τον αποκομματισμό του κράτους διεξήγαγε ο Γ. Παπανδρέου

[fr kath (neol) cpd w. κομματισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκόμματο s. απόκομμα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες