Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκεντρο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απόκεντρο [apócendro] το, (L)
  • ① place away fr the center, outlying place, out-of-the-way place (syn απόμερο, ant κέντρο):
    • ο έμπορος πηγαινοέρχεται από τα κέντρα στ' απόκεντρα (Panagiotop) |
    • όλα, κέντρο κι ~, πάρκο και νεκροταφείο είναι πλάι πλάι (Ouranis)
  • ② quality or state of being away fr the center, remoteness (syn απόμερο):
    • το ~ της δυσπρόσιτης τοποθεσίας παρακωλύει την έρευνα

[fr kath το απόκεντρον, substantiv. n of απόκεντρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόκεντρος -η -ο [apókendros] Ε5 : (τοπ.) που βρίσκεται μακριά από ένα κεντρικό σημείο· απόμερος: Kαθίσαμε σ΄ ένα απόκεντρο ταβερνάκι. (έκφρ.) κέντρο* απόκεντρο. απόκεντρα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μας είναι ~ κι έχουμε ησυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκεντρος `μακριά από κάποιο σημείο του ορίζοντα (για άστρα)΄ κατά τη σημ. της λ. κέντρο]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόκεντρος, -η, -ο [apócendros] (L)
  • being far fr the center, out-of-the-way, outlying, remote (syn απόμερος, παράμερος):
    • ~ δρόμος |
    • απόκεντρη γωνιά, επαρχία, πλατεία, συνοικία |
    • απόκεντρο διαμέρισμα, καφενείο, μέρος, σπίτι |
    • απεκόμισα το γράμμα στο απόκεντρο κάθισμα του περιβολιού, όπου συνηθίζω να κάθομαι (Palam) |
    • εργάστηκε κυρίως στις απόκεντρες περιοχές της Aιτωλίας (Vacalop)

[fr kath απόκεντρος ← MG (4th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες