Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόηχος ο [apóixos] Ο20α : 1.ήχος μακρινός που μόλις ακούγεται· ήχος που φτάνει ως εμάς σβησμένος: Aκούει μονάχα τον απόηχο μιας σάλπιγγας. Ο ~ ερχόταν από μακριά. Σαν ~ βουερός. 2. (μτφ.) ασαφής και ίσως συγκεχυμένη πληροφόρηση για κάποιο γεγονός, από το οποίο απέχουμε τοπικά ή χρονικά: Ο ~ των γεγονότων της Tουρκίας έφτασε ως εμάς. || (επέκτ.) η απήχηση· ο αντίκτυπος ενός γεγονότος: Έσβησε γρήγορα ο ~ του σκανδάλου.
[απο- ήχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόηχος [apóixos] Ô, (L)
- ① = απόηχο 1:
- ~ της βροντής, της θάλασσας, της ορχήστρας, της τουφεκιάς |
- ~ από καμπάνες, σφυρίγματα, χειροκροτήματα |
- άκουσε τον απόηχο των αποδοκιμασιών |
- ο ~ της πόλης έσβησε αρά στ' αφτιά τους |
- ξανάκουσε απόηχο από κινητήρα μοτοσυκλέτας (TAthanasiadis) |
- μέσα τους άκουγαν σα γλυκόν απόηχο τα λόγια του δεσπότη (Prevelakis)
- ② = απόηχο 2:
- ~ της διδασκαλίας, της στωικής σκέψης |
- στα πρώτα κεφάλαια ακούγεται ένας ~ από την ηρωική εποχή (Petsalis) |
- στο πλάσιμο του αγάλματος διέκρινε η Β. τον απόηχο της τέχνης του Αλκαμένη (ADelivoryas, adapted)
[neol, cpd w. ήχος]
- ① = απόηχο 1: