Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόηχο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απόηχο [apóixo] το, (L)
  • ① reverberation (of sound), echo, resonance (syn αντήχηση, αντίλαλος 2, απήχηση 1, απόηχος 1):
    • ~ του γέλιου, του κύματος |
    • ~ από καμπανίσματα, φωνές |
    • ακόμη δεν είχε σβήσει το τελευταίο ~ από τις συνομιλίες (Glezos) |
    • τα μακρινά απόηχα των μπουμπουνητών πνιγότανε στου στήθους το αγκομάχημα (Grigoris)
  • ② fig reflection (of ideas), reminiscence, echo (syn αντίλαλος 3, απήχηση 1b, απόηχος 2):
    • υποβλητικό ~ του βυζαντινισμού |
    • τι είναι μέσα στο έργο του Πλάτωνα σωκρατικό ~ και τι είναι γνήσια δικό του (Theodorakop)

[der of απόηχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόηχος ο [apóixos] Ο20α : 1.ήχος μακρινός που μόλις ακούγεται· ήχος που φτάνει ως εμάς σβησμένος: Aκούει μονάχα τον απόηχο μιας σάλπιγγας. Ο ~ ερχόταν από μακριά. Σαν ~ βουερός. 2. (μτφ.) ασαφής και ίσως συγκεχυμένη πληροφόρηση για κάποιο γεγονός, από το οποίο απέχουμε τοπικά ή χρονικά: Ο ~ των γεγονότων της Tουρκίας έφτασε ως εμάς. || (επέκτ.) η απήχηση· ο αντίκτυπος ενός γεγονότος: Έσβησε γρήγορα ο ~ του σκανδάλου.

[απο- ήχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόηχος [apóixos] Ô, (L)
  • ① = απόηχο 1:
    • ~ της βροντής, της θάλασσας, της ορχήστρας, της τουφεκιάς |
    • ~ από καμπάνες, σφυρίγματα, χειροκροτήματα |
    • άκουσε τον απόηχο των αποδοκιμασιών |
    • ο ~ της πόλης έσβησε αρά στ' αφτιά τους |
    • ξανάκουσε απόηχο από κινητήρα μοτοσυκλέτας (TAthanasiadis) |
    • μέσα τους άκουγαν σα γλυκόν απόηχο τα λόγια του δεσπότη (Prevelakis)
  • ② = απόηχο 2:
    • ~ της διδασκαλίας, της στωικής σκέψης |
    • στα πρώτα κεφάλαια ακούγεται ένας ~ από την ηρωική εποχή (Petsalis) |
    • στο πλάσιμο του αγάλματος διέκρινε η Β. τον απόηχο της τέχνης του Αλκαμένη (ADelivoryas, adapted)

[neol, cpd w. ήχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες