Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόδραση η [apóδrasi] Ο33 : δραπέτευση που γίνεται συνήθ. σε μεγάλη κλίμακα και με βάση συγκεκριμένο σχέδιο: H ~ των καταδίκων / των αιχμαλώτων. Aπόπειρα απόδρασης. || (μτφ.): ~ από την καθημερινότητα της πόλης με μια εκδρομή στο βουνό.
[λόγ. < αρχ. ἀπόδρα(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόδραση [apó∂rasi] η, gen απόδρασης & αποδράσεως (L)
- breaking out (fr prison etc), escape (syn δραπέτευση):
- τολμηρή ~ |
- απόπειρα απόδρασης |
- οργάνωσαν ~ |
- η ~ έγινε, πέτυχε |
- δε σημειώθηκε καμιά περίπτωση αποδράσεως αιχμαλώτου (Tsirpanlis)
- ⓐ fig mental escape, evasion or flight (syn φυγή):
- διονυσιακές, λυρικές, ψυχικές αποδράσεις |
- ~ από το αδιέξοδο ή από την καθημερινότητα |
- αποδράσεις από τον εαυτό μας, τη ζωή, τα εγκόσμια, την πραγματικότητα |
- ~ προς το διάστημα |
- ~ σε μια φανταστική χώρα |
- είμαι ένας από τους ανθρώπους που ζητάν στο ταξίδι την ~ (Ouranis) |
- ανταποκρίνεται ο Pοβινσώνας Kρούσος σ' αυτό το αίτημα της απόδρασης; (Thrylos)
[fr kath απόδρασις ← K, AG]
- breaking out (fr prison etc), escape (syn δραπέτευση):