Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απόδημος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δε συχνάζεται από ανθρώπους, απόμερος, ερημικός:
- (Πτωχολ. α 73).
[αρχ. επίθ. απόδημος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τόπο) που δε συχνάζεται από ανθρώπους, απόμερος, ερημικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόδημος -η -ο [apóδimos] Ε5 : που είναι εγκαταστημένος σε ξένη χώρα, που ζεί μακριά από την πατρίδα του: Ο ~ ελληνισμός της Aυστραλίας. Συμβούλιο Aπόδημου Ελληνισμού. Οι απόδημοι Έλληνες γιατροί. || (ως ουσ.) οι απόδημοι.
[λόγ. < αρχ. ἀπόδημος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόδημος1 [apó∂imos] ο, (L)
- ① emigrant, emigré (syn ο ξενιτεμένος, ant επίδημος):
- στον αγώνα της Kύπρου έχουμε συμπαραστάτες τους αποδήμους μας |
- την καθοδήγηση των αποδήμων την ανέλαβε η εκκλησία (Palaiologos) |
- ο ~οδυνηρότερα αισθάνεται την αγάπη της πατρίδας από τον επίδημο (Panagiotop) |
- ορισμένα χωριά είχαν τόσους αποδήμους στην Aμερική όσος ήταν ο αριθμός των σπιτιών τους (DPolemis)
- ② zoo woodmouse or fieldmouse, a member of the genus called variously Sylvaemus or Apodemus
[substantiv. m of απόδημος2]
- ① emigrant, emigré (syn ο ξενιτεμένος, ant επίδημος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόδημος2, -η, -ο [apó∂imos] (L)
- ① living abroad, emigrant (syn ξενιτεμένος):
- ~ ελληνισμός, απόδημοι ομογενείς |
- τα προβλήματα αυτής της απόδημης ομάδας στο Nέο Kόσμο είναι μεγάλα (Papanoutsos) |
- προβάλλουν την Eλλάδα τα απόδημα παιδιά της (PSolomos) |
- υπεύθυνα αντιμετωπίζουν τα θέματα της φιλοσοφίας οι επιστημονικές δυνάμεις του τόπου, εγχώριες και απόδημες (Benakis, adapted)
- ② migratory, traveling, wandering:
- ξυπνούν οι απόδημες μνήμες μέσα μου, ένα σμάρι παλιές αγάπες (Panagiotop) |
- poem .. βλέπεις | τ' απόδημα πουλιά που ξαναβρίσκουν | ζεστές φωλιές (Xydis)
[fr kath απόδημος ← MG (Kriaras' Lex), K (also pap)]
- ① living abroad, emigrant (syn ξενιτεμένος):