Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόδειπνο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόδειπνο το [apóδipno] Ο41 : (εκκλ.) ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο: Mικρό / μέγα ~.

[λόγ. < μσν. απόδειπνον < απο- δείπνον]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόδειπνο [apó∂ipno] το,
  • ① = αποδείπνι 1:
    • τ' ~, κατά το σούρουπο, ξεγλίστρησε κρυφά και βγήκε στο σοκάκι (Petimezas-L)
  • ② = αποδείπνι 2:
    • διαβάζεται το ~ |
    • μεγάλο ~ evening church service during Lent, great completory |
    • στ' αφτιά του ηχούσαν τα σήμαντρα που σήμαιναν τ' απόδειπνα και τις ολονυχτίες (Bastias)
  • ③ social gathering after the evening meal:
    • το χειμωνιάτικο ~ κυλούσε ευχάριστα, με έξυπνη συζήτηση (Myriv) |
    • poem και κάθε ~ μαζεύονταν | ένα σωρό προσκαλεσμένοι (Skipis)
  • ④ dessert (syn επιδόρπιο):
    • folks. καλώς το Γιάννη γιόμα μου, το Γιάννη δειλινό μου, | και τ' όμορφο κορίτσι του να είν' τ' απόδειπνό μου (DPetrop)

[fr postmed, MG απόδειπνο(ν) ← PatrG (9th c.), der of phr ἀπό δείπνου]

[Λεξικό Κριαρά]
απόδειπνον το.
  • Aκολουθία που γίνεται μετά το δείπνο ή ο χρόνος μετά το δείπνο:
    • (Πανάρ. 7234).

[<ουσ. αποδείπνια τα (7. αι., Lampe) <έκφρ. από δείπνου (αρχ., L‑S, λ. δείπνος 1). H λ. στον πληθ. τον 8.-9. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόδειπνος [apó∂ipnos] ο, s. αποδείπνι το 2
:
  • ενώ αρχίζει να νυχτώνει, οι μοναχοί λένε τον απόδειπνο κάτω από την κληματαριά (Theotokas) |
  • από το στόμα του έβγαινε ένα μουρμούρισμα, σαν του καλόγερου που διαβάζει τον απόδειπνο (Lazaridis)

[m, der fr από δείπνου; cf Hesych. adj ἀπόδειπνος· ἄδειπνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες