Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόδειξη η [apóδiksi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδεικνύω· μια σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που κάνουν φανερή την αλήθεια ενός πράγματος: Πειστική / σαφής / αδιάσειστη ~. H ~ της ενοχής του κατηγορουμένου είναι θέμα ημερών. Σαν ~ ανέφερε ότι
(λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. || τα συγκεκριμένα στοιχεία ή δεδομένα που αποδεικνύουν κτ.: Έχω αποδείξεις πως με απατά. Mου έχει δώσει πολλές αποδείξεις για την αγάπη του. ~ ότι δε λέω ψέματα είναι
2. έντυπη ή γραπτή βεβαίωση για την είσπραξη, κατάθεση, παραλαβή χρημάτων ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος: Zητώ / εκδίδω / παίρνω ~. Έκδοση θεωρημένων αποδείξεων. Πήρες ~ από το γιατρό; Φυλάω πάντα τις αποδείξεις του ηλεκτρικού / του νερού. ~ παραλαβής. Mπλοκ αποδείξεων.
[λόγ. < αρχ. ἀπόδειξις (-σις > -ση) (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόδειξη [apó∂iksi] η, gen απόδειξης & αποδείξεως, pl αποδείξεις (& απόδειξες) (L)
- ① act of proving, proof, demonstration:
- ~ του θεωρήματος |
- ~ διά της εις άτοπον απαγωγής reductio ad absurdum, proof by exclusion |
- το βάρος της αποδείξεως the burden of proof |
- μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ο αμερικανικός λαός δε φταίει διόλου (Christidis)
- ⓐ proof, evidence (near-syn τεκμήριο):
- έγγραφη, σίγουρη ~ |
- ~ αγάπης, γενναιότητας, ενοχής |
- φέρνω, παρέχω, παρουσιάζω αποδείξεις |
- η σιωπή κάθε άλλο παρά ~ επιδοκιμασίας είναι (Palaiologos) |
- δεν είχαν προβλέψει τι έμελλε να συμβεί· ~ τα σχέδια της μικρής πρωτεύουσας (Theotokas) |
- γι' αυτή μου την πίστη δεν έχω μόνο απόδειξες φυσικές (Papatsonis)
- ② receipt:
- προσωρινή, χρεωστική ~ |
- ~ καταθέσεως, παραλαβής, πληρωμής, φορτώσεως |
- ~ εξόφλησης quittance |
- ~ λιανικής πωλήσεως |
- ~ για χίλιες δραχμές |
- βιβλίο αποδείξεων receipt pad |
- τις πέντε χιλιάδες θα σου τις φέρει ο κλητήρας· θα του υπογράψεις ~ (Tsirkas)
[fr kath απόδειξις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① act of proving, proof, demonstration: