Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόγραφο το [apóγrafo] Ο40 : επίσημο αντίγραφο μιας τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. || (ναυτ.) ~ παραγγελμάτων, επίσημο βιβλίο στο οποίο καταγράφονται οι διαταγές που παίρνει ένα πολεμικό πλοίο.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόγραφον `αντίγραφο΄ σημδ. αγγλ. transcript ή γαλλ. transcrit]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγραφο [apóγrafo] το, (L)
- ① copy, transcript, apograph (syn αντίγραφο 1):
- ~ του πρωτοτύπου |
- πανομοιότυπα απόγραφα |
- οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν απαντούν παρά σε νεώτερα απόγραφα (της κωμωδίας) (FKakridis)
- ⓐ law certified or attested copy:
- ~ της διαθήκης, των πρακτικών
- ⓑ navy ~ παραγγελμάτων:
- log in which the orders issued by the admiral are recorded
- ② ταξιδιωτικά απόγραφα notes or records written during a trip, itinerary:
- τούτα τ' απόγραφα του ταξιδιού είναι μονάχα μιας πρώτης ματιάς η διατύπωση (Panagiotop)
[fr kath το απόγραφον ← K, substantiv. n of K ἀπόγραφος]
- ① copy, transcript, apograph (syn αντίγραφο 1):