Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόγονος ο [apóγonos] Ο19 : αυτός που κατάγεται άμεσα από κπ. άλλο, που βρίσκεται ύστερα από κπ. άλλο σε μια γενεαλογική σειρά: Mακρινός ~. Kατευθείαν / πλάγιος* ~. Είναι ~ ένδοξων προγόνων. Πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. || καλούς απογόνους!, ευχή σε νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀπόγονος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγονος [apóγonos] ο, η, (L)
- descendant, offspring, progeny, issue (syn απογέννημα, βλαστός, γόνος):
- είναι η ~ μιας μεγάλης οικογένειας |
- άφησε πολλούς απογόνους |
- έμεινε, πέθανε χωρίς απογόνους (syn πέθανε άκληρος) |
- ένας από τη γυναίκα του ~ του Mπάιρον ξανάφερε στην επικαιρότητα το γεγονός (Palam) |
- η στιγμή της αναπαραγωγικής συνεργασίας είναι σημαντική για τον απόγονο (Louros) |
- μερικοί από τους απογόνους των τιμαριούχων είναι εξισλαμισμένοι (Vacalop) |
- η τιμωρία μπορεί να έρθει αργά στους απογόνους αυτών που έφταιξαν (Evelpidis)
[fr kath απόγονος ← K, AG]
- descendant, offspring, progeny, issue (syn απογέννημα, βλαστός, γόνος):