Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόγνωση η [apóγnosi] Ο33 : πολύ μεγάλη απελπισία: Έφτασε / είναι / βρίσκεται σε ~. Φώναζε με ~. (έκφρ.) φέρνω κπ. σε ~, τον απογοητεύω τελείως, όταν δε διαφαίνεται καμιά δυνατότητα βελτίωσης ή αλλαγής: Tο παιδί έφερε τους δασκάλους του σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόγνω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγνωση [apóγnosi] η, gen απόγνωσης & απογνώσεως (L)
- desperation, despair, desolation (syn απελπισία):
- ερωτική, οικονομική, ομαδική ~ |
- έσχατη, πικρή, τέλεια, τραγική ~ |
- έκφραση, κραυγή, σκηνή απόγνωσης |
- μισθοί, πράξεις απογνώσεως |
- μάτια, ψυχή γεμάτη ~ |
- βρίσκομαι, πέφτω, φτάνω σε ~ |
- νοιώθω ~ |
- με πιάνει ~ |
- τον βυθίζω, τον φέρνω σε ~ drive s.o. to desperation |
- οι ζημίες προκάλεσαν την ~ των κατοίκων |
- η ~ των πολιορκημένων γίνεται συχνά ηρωισμός (KMitropoulou) |
- μέσα στην ~ της πείνας της θέλει το παν να γκρεμίσει (Athanasiadis-N) |
- στην απόγνωσή τους αποφάσισαν ν' αποταθούν στο EΔEΣ (ChZalokostas) |
- poem χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με ~ (Elytis)
[fr postmed απόγνωση ← MG, PatrG ἀπόγνωσις ← K]
- desperation, despair, desolation (syn απελπισία):