Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόγειο το [apójio] Ο41 : 1.(αστρον.) το σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου το οποίο βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από τη Γη. ANT περίγειο: ~ της Σελήνης. 2. (μτφ.) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα, το ζενίθ: Bρίσκεται στο ~ της δόξας του / της δύναμής του.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπόγειον· 2: σημδ. γαλλ. apogée < ελνστ. ἀπόγειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγειο [apóyio] το, (L) (& D απόγι)
- ① wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειος1, κατεβάτης):
- απαλό ~ |
- αρχίζει, πέφτει, πιάνει, φυσάει ~ |
- ~ κατεβάζουν τα βουνά το χάραμα (Prevelakis) |
- αισθάνεστε να σας δροσίζει ο μπάτης ή το βραδινό ~ (Saratsis) |
- με το ~ της νύχτας αφήσαμε το μουράγιο (Segditsas) |
- εδώ φοβούνται όλοι το απόγι, γιατί φέρνει τα κακά τα ονείρατα (Papatsonis)
- ⓐ frost, hoarfrost (syn πάχνη):
- έκανε ~ το πρωί
- ② naut rope used for tying a vessel to the shore, mooring rope, shore fast (syn παλαμάρι)
- ③ astr point in the orbit of a celestial body at the greatest distance fr the earth, apogee (syn απόγαιο 1)
- ⓑ fig culmination, apex, pinnacle, zenith (syn απόγαιο 2):
- το ~ της δόξας, του πολιτισμού, της σταδιοδρομίας, της φήμης |
- το ~ του εμπορίου, της ινδικής ζωγραφικής |
- η δράση του συλλόγου έφθασε το απόγειό της κατά τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής (Skouzes) |
- η αστική τάξη βρισκόταν στο ~ της ακμής της (Sachinis) [fr postmed απόγειον ← K àπόγειον, substantiv. n of àπόγειος; àπόγι fr postmed àπόγι] S. απόγαιο, απόγειος2.
- ① wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειος1, κατεβάτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογειοπροσγειώσεις [apoyioprozyiósis] οι, f,
- L, aviat take-offs and landings (of airplanes):
- δεν θεωρούν κατάλληλο το αεροδρόμια της Kερκυρας για ~ μεγάλων αεροσκαφών
[dvandva cpd of απογείωσις & προσγείωσις]
- L, aviat take-offs and landings (of airplanes):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόγειος -α -ο [apójios] Ε6 : (λόγ.) για τον αέρα που φυσά από την ξηρά. ANT θαλάσσιος: Aπόγειοι άνεμοι. Aπόγεια αύρα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόγειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγειος1 [apóyios] ο, (L)
- wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειο 1):
- νυχτιάτικος ~ |
- σηκώθηκε, φυσάει ~ |
- δε γέμιζε πανί ούτε καν από μπάτη κι απόγειο (Drosinis) |
- ο ~ έφερνε οσμές υγρής βλάστησης (Karagatsis)
[substantiv. m of kath απόγειος (sc άνεμος]
- wind blowing fr the land, land breeze (syn απόγειο 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόγειος2, -α, -ο [apóyios] (L)
- ① blowing fr the land (syn στεριανός, ant αποθαλασσινός, θαλασσινός):
- ~ άνεμος, απόγεια αύρα
- ⓐ fig:
- poem μιαν απόγειαν αγνότη φυσάει (Sikel)
- ② coming fr the ground:
- poem .. απόγεια θ' ακούσεις, αν πηθώσεις, | τ' αφτί στη γης να μουρμουρίζει η φλέβα (Gryparis) [fr kath απόγειος ← K (also pap), AG (Aristotle +) àπόγειος, cpd w. combin form -γειος ( |
- γÉ); cf âπίγειος, περίγειος etc] S. απόγαιο.
- ① blowing fr the land (syn στεριανός, ant αποθαλασσινός, θαλασσινός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογειούμαι s. απογειώνομαι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογειούρα [apoyiúra] η, region. (Pelop, Crete)
- ① cold mountain wind
- ② cold shaded place:
- folks. ήλιε για δε βαρείς κ' εδώ σε τού' την ~ | να λιώσουνε τα κρύσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια
[der of απόγειος1 w. augmentat. suff -ούρα; cf θολούρα, καλαθούρα etc]