Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόβροχο το [apóvroxo] Ο41 : η υγρασία και η ψύχρα που επικρατούν στην ατμόσφαιρα μετά τη βροχή, καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. ΠAΡ Γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ΄ το ~, η επαγρύπνηση είναι απαραίτητη κι αφού περάσει ο κίνδυνος.
[απο- βροχ(ή) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβροχο [apóvroxo] το,
- time or weather after the rain:
- ανοιξιάτικο, θλιβερό, λαμπρό, μαλακό ~ |
- η δροσιά, ο ήλιος, η φεγγοβολή του απόβροχου |
- όταν σταμάτησε η ψιχάλα, ο τόπος μοσκοβόλησε ~ (ChZalokostas) |
- μετά τις ψύχρες του απόβροχου διορθώθηκε ο καιρός (KPolitis) |
- ήταν βράδυ κι ~, ο δρόμος είχε πνιγεί σε υγρό σκοτάδι (Terzakis)
[cpd w. βροχή]
- time or weather after the rain:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβροχος, -η, -ο [apóvroxos]
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρης2):
- απόβροχη γαλήνη, θολούρα, νύχτα |
- απόβροχο αεράκι, βράδυ |
- οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μέσα στην απόβροχη υγρασία (TAthanasiadis) |
- poem .. την ώρα την απόβροχη, | που τη φωτίζει εφτάχρωμο το θείο δοξάρι κλ (Malakasis)
[cpd w. βροχή, perh fr phr από βροχής; cf διάβροχος, έμβροχος, κατά-, παρά-, πολύ-, υπόβροχος]
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρης2):