Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόβρασμα το [apóvrazma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανήθικου, που δρα ύποπτα στο κοινωνικό περιθώριο: ~ της κοινωνίας. Tι δουλειά έχεις εσύ μ΄ αυτά τα αποβράσματα;
[λόγ. < ελνστ. ἀπόβρασμα `αφρός που πετάγεται΄ σημδ. αγγλ. scum]
[Λεξικό Κριαρά]
- απόβρασμα το.
-
- Aφέψημα, εκχύλισμα:
- (Iατροσ. κώδ. 150).
[<αόρ. του αρχ. αποβράσσω + κατάλ. ‑μα. H λ. στον Hσύχ. και σήμ.]
- Aφέψημα, εκχύλισμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβρασμα [apóvrazma] το,
- vile or despicable person, scum (syn κάθαρμα, ξέβρασμα):
- ανθρώπινο, πολιτικό ~ |
- αποβράσματα της κοινωνίας, του λιμανιού |
- αποβράσματα του χουντικού υπόκοσμου ανατίναξαν τα γραφεία του KKE |
- το ~ εκείνο της κόλασης καλούσε τους Έλληνες στον τούρκικο στρατό (Petsalis)
[fr LMG (15th c.) απόβρασμα ← MG (Hesych., Alex. Trall., 6th c.), der of K, AG ἀποβράσσω (w. aor ἀπέβρασα)]
- vile or despicable person, scum (syn κάθαρμα, ξέβρασμα):