Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόβγαλμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απόβγαλμα το· απόβγαρμαν.
  • 1) Aποπομπή, απομάκρυνση:
    • (Mαχ. 39015).
  • 2) ?Τιμωρία:
    • το σπαθί μου να φάει κριάς … από αρχοί αποβγάλματα του οχτρού (Πεντ. Δευτ. XXXII 42).

[<αόρ. του αποβγάλλω + κατάλ. μα. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (α). H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβγαλμα [apóvγαλμα] το,
  • aborted fetus, abortion (syn απόβαλμα 1b):
    • αν γεννηθεί ~ .. εμφανίζονται οι βλαβεροί δαίμονες (KRomeos) |
    • poem χίμαιρα ~ ψευτιάς και πλάνης (Gryparis)

[fr postmed (Somavera), MG απόβγαλμα, der of MG αποβγάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες