Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόβαρο το [apóvaro] Ο41 : το βάρος της συσκευασίας ενός εμπορεύματος· η διαφορά που προκύπτει αν από το μεικτό βάρος αφαιρεθεί το καθαρό.
[λόγ. απο- βάρ(ος) -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβαρο [apóvaro] το, (L)
- difference between gross weight and net weight, weight of container, tare (syn ντάρα, τάρα):
- ζύγιζε το αλίευμα με το πανέρι, αφαιρούσε το ~ (την τάρα) κ' ύστερα έριχνε το πράμα στην ψαροκασέλα (Zappas, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) απόβαρον (created by K. Asopios), cpd w. βάρος, adjusted to nouns in -ον such as φορτίον]
- difference between gross weight and net weight, weight of container, tare (syn ντάρα, τάρα):