Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόβαλμα [apóvalma] το,
- ① obstetrics act of abortion (syn L αποβολή 2)
- ⓐ aborted fetus, abortion (syn απόβγαλμα, έκτρωμα)
- ② fig misshapen thing or person, monstrosity (syn έκτρωμα, εξάμβλωμα):
- poem μα πες μου· αυτό το ~ σαν τι είναι; (Stavrou Ar)
[fr MG (Du Cange) απόβαλμα, der of αποβάλλω]