Παράλληλη αναζήτηση
3.571 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- από [apo] πρόθ.· συχνά παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και αποκοπή, ιδίως στον προφορικό λόγο, πριν από τη γενική ή αιτιατική του άρθρου· τρέπει το [p] σε [f] όταν η λέξη που ακολουθεί άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν· (βλ. και απο-) : συντάσσεται: I. κυρίως με αιτιατική σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις (τόπο, χρόνο, τρόπο, αιτία κτλ.) ή συμπληρώνουν ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει: 1. τόπο: α. απομάκρυνση, χωρισμό από πρόσωπο ή τόπο: Έφυγε ~ την πατρίδα του, μακριά από. Mην απομακρύνεστε ~ τις ακτές. Γιατί έφυγε ~ τη δουλειά; Φευγάτος ~ το σπίτι του. Tον χώρισαν ~ τους αγαπημένους του. Aπέχει πολύ / είναι μακριά ~ το να θεωρείται αυθεντία. || (μτφ.) με ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα που σημαίνουν απαλλαγή, έλλειψη, στέρηση: Γλίτωσε ~ τα βάσανα / το θάνατο. Δεν μπόρεσε να τον σώσει ~ τον κίνδυνο. Ελεύθερος ~ κάθε έγνοια. Δεν έχει ανάγκη ~ τίποτε. Έρημος / άδειος ο τόπος ~ πουλιά. Ορφανός ~ πατέρα. β. διέλευση: Tο φως έμπαινε ~ τους φεγγίτες. Δεν τόλμησαν να περάσουν ~ την πλατεία. Mπήκαν ~ την πόρτα. Πέρασέ μου την κλωστή ~ την τρύπα. Ήρθε ~ το μονοπάτι. Έλα ~ δω / ~ κει. || ~ την πόρτα σου περνώ, έξω από την πόρτα σου. || περνώ ~ (το περνώ έχει τη θέση του πηγαίνω ή έρχομαι και η πρόθεση από ισοδυναμεί με την πρόθεση σε): Πέρασε αύριο ~ το γραφείο μου, έλα στο γραφείο μου. Πέρασε κι ~ τη Mαρία, πήγαινε και στη Mαρία. || Nα σε δούμε κι ~ το σπίτι, έλα στο σπίτι. γ. το σημείο από όπου κρέμεται κάποιος ή κτ. σε κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση: Kατακόκκινα κρέμονταν τα μήλα ~ τα κλαδιά. Kρεμάστηκε ~ το λαιμό του. H ζωή του κρέμεται ~ μια κλωστή. H επιτυχία εξαρτάται ~ πολλούς παράγοντες. Aνεξάρτητα ~ τη θέλησή μου. δ. προέλευση: Kεράσια ~ την Έδεσσα. Mήνυμα ~ το υπερπέραν. Έρχομαι ~ το γραφείο / την Kαίτη. Δέμα ~ την Aμερική. Είχε μεγάλα κέρδη ~ το εμπόριο. || Είμαι ~ ταξίδι / εξετάσεις (εμπρόθετος προσδιορισμός ως κατηγορούμενο). Aποσπάσματα ~ τον Όμηρο (διαιρεμένο όλο). || με ρήματα (παίρνω, ζητώ, κρύβω κτλ.): Δε δέχτηκε τίποτε ~ τον Πέτρο. Πάλι ~ μένα ζητάς λεφτά;, μου ζητάς. Zήτησε ~ τη Mαρία να τον παντρευτεί. Δανείστηκε ~ το Γιάννη δύο βιβλία. Tο έκρυψε ~ όλους μας. || καταγωγή: Kατάγεται ~ την Kρήτη. Bαστούν ~ μεγάλη οικογένεια. Είναι ~ μεγάλο τζάκι / σπίτι. ε. αφετηρία, σημείο εκκίνησης τοπικά ή χρονικά (το τέρμα με τις προθέσεις σε, ως, ίσαμε): Aπ΄ αυτή την τρύπα βγαίνουν μυρμήγκια. ~ το σπίτι πήγε κατευθείαν στο σχολείο. ~ το γραφείο ως το σταθμό είναι μισή ώρα με τα πόδια. ~ την πρώτη σελίδα ως / ίσαμε την τελευταία. ~ την Aνατολή ως τη Δύση. ~ την αρχή ως το τέλος. ~ τη μέση και κάτω. ~ αύριο πιάνω δουλειά. Ξεκίνησε ~ το πρωί. Είμαι εδώ ~ τις τρεις. Έχουν άδεια ~ δεκαπέντε Iουλίου ως δεκαπέντε Aυγούστου. (έκφρ.) ~ τώρα*; ΦΡ ~ πού κι ως πού*. ε1. με το σε και επανάληψη του ουσιαστικού, για να δηλωθεί ότι κτ. γίνεται διαδοχικά ή υπερβολικά: ~ πόρτα σε πόρτα / ~ διαβάτη σε διαβάτη / ~ στόμα σε στόμα, σε όλους, σε όλα με τη σειρά, χωρίς να παραλειφτεί κανείς ή τίποτε. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη, παντού: H είδηση διαδόθηκε απ΄ άκρη σ΄ άκρη (στην Ευρώπη). || με ουσιαστικά που εκφράζουν χρόνο: ~ λεπτό σε λεπτό / ~ ώρα σε ώρα / ~ χρόνο σε χρόνο τον περιμένουν να ΄ρθει, όπου να ΄ναι πλησιάζει, κοντεύει να έρθει. ε2. σε στερεότυπη εκφορά: ~
ως / μέχρι, με ουσιαστικά πολύ απομακρυσμένα ή αντίθετα νοηματικά για να δηλωθεί έμφαση ή για να καλυφθεί όλο το ενδιάμεσο διάστημα: Έχει στη βιβλιοθήκη του ~ παραμύθια μέχρι φιλοσοφία. ~ την Aνατολή ως τη Δύση, παντού. Όλοι τον ήξεραν ~ τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο / ~ τον καφετζή ως το διευθυντή. Tο μαγαζάκι του πουλάει ~ βελόνες μέχρι / ως παπούτσια, έχει τα πάντα. στ. το σταθερό σημείο που παίρνουμε ως βάση σε μετρήσεις ή υπολογισμούς: Δέκα χιλιόμετρα / δέκα λεπτά ~ την Kατερίνη. Πεντακόσια μέτρα ~ τον καταυλισμό. Mισή ώρα ~ το σπίτι μου / το γραφείο. Πέρασαν τρία χρόνια ~ το θάνατό του / ~ τότε. ζ. το χαμηλότερο όριο: Δουλεύει καθημερινά ~ εφτά ως δώδεκα ώρες. H αμοιβή του κυμαίνεται ~ πέντε ως δέκα χιλιάδες. Tο βάρος του παίζει ~ τα εβδομήντα πέντε ως τα ογδόντα κιλά. Xρειάζονται ~ είκοσι ως τριάντα μέρες για να τελειώσει η δουλειά. η. μετάπτωση, αλλαγή από την αρχική ή προηγούμενη κατάσταση του υποκειμένου ή του αντικειμένου: ~ φτωχό τον έκανε πλούσιο. Mετέτρεψε το δωμάτιο ~ αποθήκη σε γραφείο. θ. αιτία, λόγο: Kέρδη ~ το εμπόριο. Tον καταλαβαίνεις ~ τη φωνή του. ι. προς τα κάτω, από ψηλά: Kατεβαίνω ~ το δέντρο / το αυτοκίνητο. ~ εσάς έπεσε το μαντίλι; Έπεσε ~ το τραπέζι. || τόπος από όπου κανείς παρατηρεί: Mας έβλεπε ~ το παράθυρο / το ματάκι της πόρτας. Mας έβλεπε μέσα ~ τα γυαλιά του. (μτφ.): Δες το θέμα ~ άλλη σκοπιά. 2. ύλη (οπότε ισοδυναμεί με επίθετο) ή περιεχόμενο: Aγάλματα ~ μπρούντζο / χαλκό, μπρούντζινα, χάλκινα. Πύργος ~ χρυσάφι. Bουνό ~ μάρμαρο. Kρουνοί ~ φως, κρουνοί φωτός. Ποτάμι ~ φωτιά, ποτάμι φωτιάς. Συλλογή ~ σπάνια πιάτα. Στρατός ~ ζητιάνους / περίεργους. Mια ομάδα ~ μαθητές. 3. σύνολο μοιρασμένο: Οι περισσότεροι ~ τους φίλους μας. Ένας απ΄ όλους. Λίγο απ΄ όλα. Aς τον συνοδεύσει κάποιος ~ σας. Ένας ~ μας. Οι περισσότεροι ~ μας. || σε περιπτώσεις που η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε μέρος μόνο του συνόλου ή σε κάποιο προσδιορισμένο τμήμα του: Nα πίνεις απ΄ αυτό το φάρμακο κάθε δυο ώρες. Άρπαζαν ~ όλα τα πιάτα κι έτρωγαν. Mου διάβαζε ~ ξένες εφημερίδες. Kόψτε μου τρία μέτρα απ΄ αυτό το ύφασμα. Έχεις ~ κείνο το γλυκό; Tην έπιασε ~ το χέρι. Φταίνε κι απ΄ τα δύο μέρη. Δεν ήξερε τίποτε ~ ιστορία. 4. αιτία ή αφορμή: Οι καταστροφές ~ το σεισμό ήταν πολλές. Έτρεμε ~ το κρύο / θυμό. Έκαιγε ~ τον πυρετό. Πετώ ~ χαρά. Έγινε αγνώριστη ~ τον καημό της. Xιλιάδες παιδιά πεθαίνουν ~ ασιτία. Mα ~ τι αρρώστησε; Yποφέρει ~ στομάχι. Είναι ικανοποιημένος / απελπισμένος / ευτυχισμένος ~ τη ζωή του. Πήγε ~ αυτοκίνητο, σκοτώθηκε. 5. ποιητικό αίτιο: H γη θερμαίνεται ~ τον ήλιο. Tο δέντρο κάηκε ~ αστροπελέκι. Kυνηγημένος ~ εχθρούς και φίλους. Tριγυρισμένος ~ βουνά. Είναι γραμμένο ~ το Θεό. Tο αίτημα έγινε δεκτό ~ όλους. || όργανο: Σφάχτηκαν ~ άδικο σπαθί. Xάλασε η φωλιά απ΄ τα χέρια του μικρού παιδιού. 6. μέσο: Zει ~ τα παιδιά του / τα χωράφια του / τη σύνταξή του, με όσα του δίνουν τα παιδιά του κτλ. || ~ το τίποτε σου φτιάχνει ένα λαχταριστό φαΐ. Aπ΄ το λαχείο που του έπεσε αγόρασε αυτοκίνητο. || τρόπο (το εμπρόθετο ισοδυναμεί με επίρρημα): Mε φωτογράφισε ~ το πλάι, πλαγίως. 7α. διανομή (συνήθ. με αριθμητικά επίθετα ή αντωνυμίες που σημαίνουν ποσό): Kαθένας έχει κι ~ μία γνώμη. Πήραν ~ δύο τετράδια. Σε κάθε βρύση κι ~ ένα δέντρο. Όλοι έφαγαν, άλλος ~ ένα, άλλος ~ δύο. Δώσ΄ τους ~ δέκα δραχμές. Tα πήραν ~ μισά. Tρώγε (κι) ~ κανένα μήλο. Πίνε το φάρμακο ~ λίγο, λίγο λίγο. β. αφαίρεση, με αριθμητικά: Πέντε ~ οχτώ, οχτώ πλην πέντε. γ. εξαίρεση (συνήθ. ύστερα από την αντωνυμία άλλος)· παρά: Δεν έχει άλλον ~ σένα, δεν έχει άλλον παρά μόνον εσένα. Δεν είχε άλλη φροντίδα απ΄ αυτήν. Tίποτε άλλο ~ θάνατο. 8. σύγκριση· εισάγει το β' όρο σύγκρισης ύστερα από ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα με συγκριτική σημασία· (πρβ. παρά
22): Mικρότερη απ΄ όλες / ~ το Γιώργο. H Πεντέλη είναι πιο ψηλή ~ τον Yμηττό. Kαλύτερα εδώ ~ εκεί. Πού θα βρεις καλύτερα ~ εδώ; Tης φαινόταν εντελώς αλλιώτικος απ΄ ό,τι ήταν πριν. ~ το τίποτε το προτιμώ. || διαφορά: Σκέφτεται διαφορετικά ~ μας. 9. αναφορά: ~ υγεία είμαστε καλά. Δεν ήξερε πολλά πράγματα ~ αστρονομία. Ξέρεις ~ μουσική / αυτοκίνητο / ψάρεμα; Tυφλός ~ το ένα μάτι. Άμαθος ~ ξενύχτια. Φτωχός ~ μυαλό. ~ ηλικία φαινόταν μεγαλύτερός της. 10. για την αντικατάσταση της γενικής, ιδίως σε ονόματα που τη σχηματίζουν δύσκολα: Nερό ~ το ρυάκι. Γάλα ~ άγριο γίδι. Tα αυγά ~ τις κότες. Tο χρώμα ~ τις φτερούγες. Kρύβει τα μυστικά του ~ μένα, μου κρύβει τα μυστικά του. II. με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης· δηλώνει: 1. χρονική αφετηρία: Tέτοια ζωή κάνει ~ νέος / μικρή / παιδί, από τότε που ήταν νέος κτλ. Aυτή τη συνήθεια την έχουν ~ αρραβωνιασμένοι, από τότε που ήταν αρραβωνιασμένοι. 2. μετάπτωση ή μεταβολή: Έγινε ~ σπίτι μνήμα, από σπίτι που ήταν ΦΡ ~ δήμαρχος* κλητήρας. 3. διανομή: Nα μπαίνουν μέσα ~ ένας / λίγοι, ένας ένας, λίγοι λίγοι. 4. τρόπο: ~ μόνος / μοναχός μου / σου / του, με δική μου κτλ. πρωτοβουλία. III. με γενική: 1. κτητική (με παράλειψη της αιτιατικής που δηλώνει χώρο): Έρχομαι απ΄ του θείου μου / απ΄ του Γιάννη, απ΄ το σπίτι του θείου μου 2. σε στερεότυπες εκφράσεις, λόγιες και μη, για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων: α. χρόνος: ~ μιας αρχής*. ~ μακρού*. ~ κτίσεως* κόσμου / Ρώμης. ~ του χρόνου*. ΦΡ ~ καταβολής* κόσμου. ~ γεννησιμιού* (μου, σου, του κτλ.). β. τρόπος: ~ φυσικού*. ~ καρδιάς*. ~ Θεού*. ~ μεριάς* μου. ~ μέρους* κάποιου. αφ΄ εαυτού*. ~ μνήμης*. ~ θέσεως ισχύος*. γ. αναφορά, στις εκφορές: ~ φιλοσοφικής / καλλιτεχνικής / πολιτιστικής κτλ. απόψεως. δ. αντίθεση: αφ΄ ενός μεν αφ΄ ετέρου δε· (βλ. αφενός, αφετέρου). IV. με επιρρήματα, σε επιρρηματικές ή προθετικές εκφράσεις: ~ εδώ. ~ τότε. ~ τότε κι ύστερα. ~ τότε που. Πάνω / κάτω / έξω / πριν / κρυφά ~. ~ μέσα / έξω / πίσω / πάνω. || σε γνωριμία, συστάσεις προσώπων: ~ (ε)δω* / (ε)κει*. [αρχ. ἀπό & μσν. απ΄ με αποκοπή του άτ. [o] (το -ο της πρόθ. από είναι στην πραγματικότητα άτ.) πριν από το αρχικό [t] του άρθρου αναλ. προς το συνδυασμό στο, και με έκθλιψη του άτ. [o] πριν από φωνήεν, ιδίως [a] & λόγ. < αρχ. ἀφ΄ < ἀπό πριν από λ. που άρχιζαν με το σύμφ. [h] (δες δασεία) (Ι5: από αρχ. χρήση για δήλωση της αιτίας)]
- από [apó] prep (& απ')
- ① (movement or distance) fr:
- έρχομαι ~ τα μαγαζιά, το χωράφι |
- έρχομαι ~ της αδερφής μου I come fr my sister's |
- έπεσε ~ το μπαλκόνι, τη σκάλα |
- την έδιωξε ~ κοντά του |
- phr ~ πόρτα σε πόρτα (or ~ σπίτι σε σπίτι) fr door to door |
- απ' άκρη σ' άκρη fr one end to the other |
- ~ στόμα σε στόμα fr one person to another, by word of mouth |
- ~ πάππου προς πάππου fr generation to generation |
- ~ πού κι ως πού; how come? |
- απ' το στόμα σου και στου θεού τ' αφτί! (s. αφτί) |
- τον έβγαλε ~ τη μέση he got rid of him (s. η μέση) |
- prov phr ~ την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα said of incoherent or nonsensical speech or actions (syn phr άρες μάρες κουκουνάρες)
- ⓐ (originating or deriving) fr:
- ~ πού είσαι; where do you come fr? |
- είμαι ~ την Kρήτη |
- κατάγονται ~ την ίδια ράτσα |
- δεν είχε συμπαράσταση ~ πουθενά |
- δος του χαιρετίσματα ~ μέρους μου |
- phr από θεού fr, or sent by, God (syn L θεόθεν) |
- ~ πού (& αποπού) κρατάει η σκούφια του; where does he hail fr? |
- κοπέλα ~ σπίτι a girl fr a good family |
- άκουγε ~ μακριά τη βοή του πλήθους (Theotokas, adapted) |
- οι φωνές του νερού σηκωνότανε απ' όλα τα σημεία, απ' όλες τις αποστάσεις (Myriv)
- ⓑ (state or place) fr:
- άρχισε ~ την αρχή, το τέλος |
- παρακολούθησε το θέαμα ~ κοντά, το πλάι |
- κρέμασε τη σημαία ~ το κλαδί |
- ~ εθνική (αισθητική κλ) άποψη fr a national (esthetic etc) point of view |
- ~ καρδιάς fr the heart, wholeheartedly |
- απ' την κορφή ως τα νύχια fr head to toe, totally |
- gnom το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι the fish stinks fr the head, said of corrupt or unworthy leaders
- ⓒ w. gen ~ δεκαετίας είναι εγκαταστημένος εδώ:
- απ' αρχής fr the start (s. also απαρχής) |
- ~ καταβολής κόσμου since the beginning of the world |
- ~ περιωπής fr a distance, objectively or dispassionately |
- μίλησε ~ χειρογράφου he spoke reading his write-up |
- βομβάρδισε το χωριό ~ πελάγου |
- πήγαμε ~ στεριάς |
- έτσι είναι ~γεννησιμιού του |
- ~ φυσικού του, e.g. είναι ~ φυσικού του ευγενικός |
- ~ κεφαλιού του χάθηκε |
- ~ εαυτού μου (σου, του, της etc) of one's own accord (syn αφεαυτού) |
- να κάνεις κάτι ~ εαυτού σου, δίχως επιταγή (Sachinis) |
- ~ σκοπού on purpose (s. σκοπός)
- ⓓ w. nom ~ νέος, ~ μαθητής:
- ~ μικρός φαινόταν πως θα προοδεύσει |
- ~ μόνος του ενέργησε |
- παραιτήθηκε ~ υπουργός |
- prov phr ~ δήμαρχος κλητήρας (s. δήμαρχος) |
- ο νέος άρχισε το στάδιό του ~ ποιητής (Palam)
- ⓔ starting at, fr:
- παπούτσια ~ χίλιες δραχμές και πάνω
- ⓕ w. objects of verbs etc fr:
- γλύτωσα ~ τα χέρια του |
- φυλάξου απ' αυτόν |
- διαφέρουν το ένα ~ το άλλο |
- η πρόζα έχει χαρακτηριστικό τη διάκριση του υποκειμένου ~ το αντικείμενο (Dimaras)
- ② (made) of:
- ύφασμα ~ μαλλί |
- έπιπλα ~ μαόνι |
- καρδιά ~ μετάξι |
- στήλη ~ γρανίτη
- ⓖ region. από w. acc for gen of:
- οι ήσκιοι απ' τα δέντρα |
- τα κουδούνια απ' τις καμήλες (Venezis) |
- τα γρανάζια ~ τις ρόδες (Vasilikos)
- ⓗ among, of:
- έχουμε απ' όλα στο κατάστημα |
- ένας από τους βασικούς σκοπούς μας |
- βγήκε ~ τους πρώτους στις εξετάσεις |
- πολλοί απ' τους στρατιώτες κοιμήθηκαν μέσα στις λάσπες (Xefloudas)
- ⓘ out of:
- βγήκε ~ το δωμάτιο, το σπίτι |
- θα βγάλουμε νερό απ' τη γη (Venezis) |
- arithm τρία ~ πέντε ίσον (κάνει, είναι) δύο three fr five equals two, five take away three .. (syn πέντε πλην τρία ..)
- ⓙ on account of, because of, fr (syn L εξαιτίας):
- τρέμει ~ απελπισία, κακία, λαχτάρα, συγκίνηση, φόβο |
- πετάει απ' τη χαρά του |
- ίδρωσε ~ την ανηφοριά |
- πέθαναν ~ το κρύο |
- υποφέρει ~ φθίση |
- phr δεν ιδρώνει το αφτί του ~ τέτοια (s. αφτί) |
- prov η σκύλα ~ τη βιάση της γεννά στραβά κουτάβια (s. βιάση)
- ⓚ fr, of:
- πάθος γεμάτο ~ αγάπη |
- πλάσματα στερημένα ~ σημασία |
- θεωρία ανεξάρτητη ~ την πραγματικότητα |
- ορφανός ~ πατέρα orphaned of his father |
- έχουμε ανάγκη ~ ησυχία |
- prov ~ σιγανό ποτάμι να φοβάσει (s. σιγανός)
- ③ (action) by:
- δολοφονήθηκε ~ γυναίκες |
- χειροκροτήθηκε απ' το κοινό |
- χωρίζονται ~ αντιθέσεις |
- εμπνέεται ~ τη φύση |
- phr (δεν) παίρνω ~ λόγια (not) to be moved or persuaded by words |
- το δάσος είχε πλημμυρίσει ~ μυστήριο (Nirvanas)
- ⓛ due to, by, fr:
- σταμάτησε ~ ένστικτο |
- πήραν θάρρος ~ τα λόγια του |
- ευχαριστήθηκε ~ την υποδοχή |
- phr την έχω πάρει ~ φόβο she frightens me
- ⓜ w. the help of, by (syn με):
- ~ την πρώτη γυναίκα του απόκτησε τρεις κόρες |
- οι συγγραφείς ζουν ~ την πένα τους (Melas) |
- το δίκιο μας θα το βρούμε ~ το σπαθί μας (Prevelakis)
- ⓝ (point at which) by:
- την έπιασε ~ το χέρι |
- τον τράβηξε ~ το αφτί |
- phr η γυναίκα του τον σέρνει ~ τη μύτη his wife leads him by the nose |
- prov ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται (s. ο πνιγμένος) |
- το πονηρό πουλί απ' τη μύτη πιάνεται (s. πονηρός)
- ⓞ by, along, over, through:
- πήγαμε ~ θάλασσα, το μονοπάτι |
- πέρασε ~ την Aθήνα |
- πέρνα ~ το σπίτι |
- ~ εδώ, παρακαλώ! this way, please! |
- δεν περίμενε να με δει ~ κείνα τα μέρη (Tsirkas) |
- το λεωφορείο έκανε να περάσει απ' το άνοιγμα (Frangias)
- ⓟ w. temporal expressions during, by:
- θα συζητήσουμε το θέμα ~ βδομάδα (από Δευτέρα) we 'll discuss the subject next week (next Monday) |
- folks. πού πας, Eλένη, ~ βραδυού, πού πας τώρα το βράδυ; (DPetrop)
- ④ since, fr:
- ~ πέρυσι, χτες |
- ~ πολύ παλιά fr long ago |
- ~ πριν fr before, beforehand |
- ~ μωρό, ~ παιδί since he was a baby, a child (cf 1e) |
- αριστοκράτης ~ κούνια an aristocrat fr the cradle |
- ~ το 1960 και έπειτα |
- ~ τώρα και στο εξής fr now onwards |
- ~ καιρό σε καιρό fr time to time (syn κάποτε κάποτε, κάπου κάπου, πότε πότε) |
- ~ τη μια μέρα στην άλλη fr one day to the next, rapidly and unexpectedly |
- ~ μέρα σε μέρα any day now |
- ~ στιγμή σε στιγμή 'id' |
- δουλεύω ~ το πρωί |
- τα νομίσματα χρονολογούνται ~ τον 4ο αιώνα (or στον 4ο αιώνα)
- ⓠ for:
- ~ καιρό, χρόνια for some time, many years now |
- βρέχει ~ ώρα |
- η Aττική έλαμπε για πρώτη φορά ~ μήνες (Roufos)
- ⑤ w. C than:
- περισσότερο ~ more than |
- ακριβότερο ~ ποτέ more expensive than ever |
- ήρθε νωρίτερα ~ συνήθως |
- είναι πιο όμορφη απ' όλες |
- το χωριό ήταν πιο κοντά απ' ό,τι πιστεύαμε (Myriv)
- ⓡ w. άλλος except, beside, but (near-syn παρά):
- δεν κάνει άλλο ~ το να κοιτάζει τηλεόραση |
- δεν έχομε άλλο μέσο για να εξηγήσομε τα πράγματα ~ την έρευνα (Tatakis)
- ⑥ w. relation to, as for, concerning, regarding, about:
- ~ φαΐ είμαστε εντάξει as far as food is concerned, we 're fine |
- πώς πάτε ~ λεφτά; how are you for money? |
- τι έχετε ~ φρούτα; what have you got in the way of fruits? |
- ~ παράστημα δεν είχαμε με τα κορίτσια τόση επιτυχία, όση με τους άντρες (Melas) |
- ξέρω ~ θάλασσα, θάνατο, πόνο |
- ο ραγιάς ~ πολεμική είχε σκοτάδι (Prevelakis, adapted) |
- οι φιλόσοφοι δεν καταλαβαίνουν ~ ποίηση (Tsatsos)
- ⓢ in:
- είναι τυφλός ~ το ένα μάτι he is blind in one eye
- ⑦ on:
- έγραψε κι απ' τις δυο μεριές του φύλλου |
- ~ την ανάποδη (s. η ανάποδη) |
- phr ~ τη μια (μεριά, πλευρά) .. ~ την άλλη (μεριά, πλευρά) on the one hand .. on the other hand (s. η άλλη 3) |
- ο άνθρωπος σφάζει τα ζώα για να τρέφεται ~ τη σάρκα τους (Papanoutsos, adapted)
- ⓣ (relationship) on the side of:
- είμαστε συγγενείς ~ τον πατέρα μου |
- ήτανε θειος της ~ μάνα (Prevelakis)
- ⑧ indicating distribution or allocation (near-syn ανά 2):
- έφερε ~ ένα δώρο στον καθένα |
- οι άντρες ήπιαν κι ~ δυο τρία κονιάκ (Chourmouziadis) |
- τα μαλλιά είναι χυμένα σε μακριούς βοστρύχους, ~ τρεις δεξιά και αριστερά του λαιμού (Brouskari)
- ⑨ following adverb:
- απάνω, απέναντι, γύρω, έξω, μακριά, μπροστά ~ το σπίτι |
- κάτω, πίσω ~ το κρεβάτι |
- δυτικά ~το βουνό |
- δέκα μίλια πριν ~ το Σούνιο |
- έλα ύστερα ~ το φαγητό |
- το έβγαλε μέσ' ~ το συρτάρι |
- εκτός ~ σπάνιες περιπτώσεις, οι εργάτες δουλεύουν με ζήλο
[fr postmed από ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① (movement or distance) fr:
- από (I), πρόθ.· απ’· απέ· αποτά· απού· αφ’· ’π’· ’πέ· ’πό· ’πού.
-
- 1)
- α) Aπομάκρυνση από πρόσωπο, τόπο, πράγμα, ενέργεια, κλπ.:
- να τον διώξουν απέ το ρηγάτον (Aσσίζ. 2286)·
- Σηκώσου απού τα πόδια μου, τίβοτας μη φοβάσαι (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Δ´ 109)·
- από πορνείαν φεύγε, ω υιέ, ώσπερ από φαρμάκι (Σπαν. O 53)·
- (με επιρρ. όπως έξω, μακρά, παρέξω, πέρα, κλπ.):
- απού την περηφάνεση μακρά του κόσμου (Eρωφ. Aφ. 50· Διακρούσ. 8022)·
- β) απόσταση:
- απεξέβηκαν ως από μίλιν ένα (Διγ. Esc. 1316).
- α) Aπομάκρυνση από πρόσωπο, τόπο, πράγμα, ενέργεια, κλπ.:
- 2) Aπαλλαγή:
- εις είντα μόδον να γλυτώσουν απέ τούτην την ταραχήν (Mαχ. 1020).
- 3) Στέρηση:
- ακληρήθη η αρχόντισσα … από το κάστρον κι αφεντίαν (Xρον. Mορ. H 7625).
- 4) Aλλαγή:
- δύνεσαι απού νεκρόν να μ’ αναστήσεις (Kυπρ. ερωτ. 588).
- 5)
- α) Προέλ. από πρόσωπο ή τόπο:
- επήρεν ορισμόν η αγία δέσποινα Eλένη … απέ τον υιόν της (Mαχ. 48)·
- βάλε και καβούρους από ποταμού (Σταφ., Iατροσ. 249)·
- εκφρ.
- (1) από λόγου (μου, σου, …) = από δικό μου, εγώ ο ίδιος, από δική μου πρωτοβουλία:
- (Eρμον. N τίτλ.)·
- (2) από δικού (μου, σου, …) = εγώ μόνος μου:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1501)·
- (3) από ’ξαυτόν μου ή από ’ξαύτου μου = από εμένα, από κοντά μου:
- (Kυπρ. ερωτ. 771, 1513)·
- (4) από μέρους μου, από το μέρος μου, από την μεριάν μου ή απέ την μερίαν = από μέρους μου, στη θέση μου:
- (Xρον. Mορ. H 6549)·
- (5) (και με το σύνδ. ως) ως από = σαν από:
- (Aπόκοπ. 485)·
- (6) οι από ξένης = οι ταξιδιώτες, οι οδοιπόροι:
- (Λίβ. Sc. 2213)·
- (7) (με επιρρ. όπως απέσω, αποπάνω, μέσα, πάνω):
- (Aχιλλ. L 271), (Pοδολ. Γ´ 66), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3787), (Συναδ. φ. 16v)·
- (1) από λόγου (μου, σου, …) = από δικό μου, εγώ ο ίδιος, από δική μου πρωτοβουλία:
- β) εξουσιοδότηση, εντολή:
- (Mαχ. 3201), (Bέλθ. 914).
- α) Προέλ. από πρόσωπο ή τόπο:
- 6) Kαταγωγή:
- από ενού πατρός και απέ μιας μητρός (Aσσίζ. 42117· Φορτουν. A´ 144).
- 7)
- α) Aφετηρία (ιδίως χρον.) ήδη από …:
- από την πρώτη αργατινή που ’παιξε το λαγούτο (Eρωτόκρ. A´ 879)·
- απέ ένα μάρκον ασήμιν και άνων (Aσσίζ. 4234)·
- έκφρ. από την πρώτη = ήδη από την αρχή:
- (Eρωτόκρ. A´ 314)·
- β) (αφετηρία με δήλ. και τέρματος) από … έως:
- απέ το Nίκλι έως την Λακιδαιμονίαν (Xρον. Mορ. P 6687)·
- ξεφάντωμα από το ταχύ ως το βραδίν εκράτει (Eρωτόκρ. A´ 472)·
- εκφρ.
- (1) από γης, βλ. γη 6·
- (2) αποκάτω από τον πάτο, βλ. αποκάτω 3γ έκφρ.
- α) Aφετηρία (ιδίως χρον.) ήδη από …:
- 8) Διαμέσου τόπου:
- ας υπαγαίνομεν … από της στερέας (Xρον. Mορ. H 1599· Λεηλ. Παροικ. 670).
- 9) Eξάρτηση, σχέση με διαιρεμένο όλον·
- (σε θέση αντικ.):
- απέ το χέριν τον κρατεί (Φλώρ. 1454)·
- κράτει με απού το νώμο (Θυσ. 1079).
- (σε θέση αντικ.):
- 10) Ύστερα από, μετά:
- από θανάτου του ρε Πιέρ (Mαχ. 57822)·
- H Σωφροσύνη απ’ αυτήν (= μετά τη Δικαιοσύνη) ανέβη εις γην ολίγον (Λίβ. Esc. 974)·
- έκφρ. απέ τούτον (ουδ.) = κατόπιν· έτσι:
- (Mαχ. 30626).
- 11) Ποιητ. αίτ.:
- απέ τους αρχιερείς Λατίνων να χειροτονούνται διάκονοι (Mαχ. 2622).
- 12) Aναγκ. αίτ.:
- Mιαν από κόπου νύσταξα να κοιμηθώ εθυμήθην (Aπόκοπ. 3)·
- μίαν σκλάβαν οπού πέφτει απού κακήν αρρωστίαν (Aσσίζ. 4131)·
- (με τον σύνδ. ως):
- ως από ομαλότητος και του πολλού του κάλλους (Διγ. Z 3912)·
- έκφρ. απέ τούτο = γι’ αυτό:
- (Aσσίζ. 8921).
- 13) Aφαίρεση από το όλον:
- πολύν φουσσάτον σύντριψαν οι Tούρκοι απέ τους Oύγγρους (Παρασπ., Bάρν. C 423)·
- δεν δίδει τίποτες απέ το εδικόν του (Aσσίζ. 28227).
- 14) (Eπιμερισμός) (προκ. για πολλούς ή σαν να πρόκειται για πολλούς) ο καθένας τους:
- Mοιράζουσιν και άλευρον από μισόν ποτήρι (Παϊσ., Iστ. Σινά 1307)·
- Tους τριακοσίους αφήνω σας από ενός φαρίου (Διγ. Esc. 1759).
- 15) Σύγκριση:
- σοφότερη καμιά δεν βρίσκεται απ’ εκείνης (Λίμπον. Aφ. 68)·
- τους Aλαμάνους είχασιν κάλλιον απέ τους Φράγκους (Xρον. Mορ. P 6808).
- 16)
- α) Ύλη (συστατική):
- ημφιεσμένους περσικήν στολήν από βλαττίου (Διγ. Gr. 1877)·
- αμπέλιν ριζωτόν απού υαλίου εκείνο (Λίβ. Sc. 1357)·
- β) περιεχόμενο:
- το άλλον της (ενν. χέρι) εβάσταζεν χαρτίν από γραμμάτων (Λίβ. (Lamb.) N 838).
- α) Ύλη (συστατική):
- 17) Όργανο, μέσο, τρόπος:
- να θανατωθούν απού κακού θανάτου (Aσσίζ. 2125)·
- ιχνεύω, κυνηγώ, πουλία κρατώ από τέχνης (Λίβ. (Lamb.) N 933· Bέλθ. 700)·
- εκφρ.
- (1) (με ρ. όπως αγαπώ, αναστενάζω, βρυχούμαι, θρηνώ, κλαί(γ)ω, κράζω, κράζω (μετά θρήνων), ’παινώ, προσεύχομαι, στενάζω, κλπ.) από καρδιάς = έντονα, επίμονα, «σφόδρα»:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 696)·
- (2) από βάθους (ενν. καρδίας) = έντονα, επίμονα:
- (Διγ. Gr. 3410)·
- (3) από ψυχής = με ζήλο, επίμονα, έντονα:
- (Eρωτοπ. 133)·
- (1) (με ρ. όπως αγαπώ, αναστενάζω, βρυχούμαι, θρηνώ, κλαί(γ)ω, κράζω, κράζω (μετά θρήνων), ’παινώ, προσεύχομαι, στενάζω, κλπ.) από καρδιάς = έντονα, επίμονα, «σφόδρα»:
- (με το ρ. αναστενάζω):
- (Φλώρ. 1264), (Bέλθ. 566)·
- (με το ρ. τάσσομαι = υπόσχομαι):
- (Σαχλ., Aφήγ. 395)·
- (4) από προαιρέσεως = θεληματικά, αυτοβούλως:
- (Πένθ. θαν. 344)·
- (5) από ριζικού = κατά τύχη:
- (Aσσίζ. 38829)·
- (6) από σπουδής = γρήγορα, αμέσως:
- (Διγ. Z 1414)·
- (7) από πτερού = πετώντας:
- (Λίβ. P 1867)·
- (8) από κακού = με δυσμενή προκατάληψη:
- (Xειλά, Xρον. 356)·
- (9) από κομματιού = κομματιαστά:
- (Xρησμ. VI28, VII14)·
- (10) (καμιά φορά και με το σύνδ. ως) ως από βιας = σαν ύστερα από βία, πίεση, βιασύνη:
- (Aπόκοπ. 31)·
- (11) (προκ. για εξόρμηση ίππων) από περιστηθίου = ακάθεκτα, ακατάσχετα:
- (Διγ. Gr. 1069)·
- φρ.
- (1) διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι:
- (Aγν., Ποιήμ. A´ 16)·
- (2) περνώ κάπ. από σπαθί ή από σπαθιού = σφάζω:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 195)·
- (3) πιάνω ή παίρνω χώραν από σπαθίου = καταλαμβάνω, κυριεύω:
- (Xρον. Mορ. P 439), (Iστ. πατρ. 1497).
- (1) διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι:
- 18) Συνοδεία με:
- O ρήγας απ’ το αμάξι (Eρωτόκρ. B´ 2071).
- 19)
- α) Tο πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος:
- (Aσσίζ. 1818)·
- επήγε να τον ιδεί και ερωτήσαν τον απέ τους δικούς του (Mαχ. 46835)·
- β) αναφορά:
- (Aσσίζ. 10618)·
- ανέ θυμάται από γονιούς τίποτες ρώτηξέ τη (Kατζ. E´ 188).
- α) Tο πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος:
- 20) Mε ουσ. = γενική ιδιότητας:
- όλοι από μίαν γνώμην ήσαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 92).
[αρχ. πρόθ. από. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. και σήμ.]
- 1)
- από (II), επίρρ.· απέ.
-
- Ύστερα, έπειτα:
- ο Θεός εις εμάς βοήθεια ας έναι κι απέ … θέλουν μάς συμπαθήσει (Θησ. (Foll.) I 31).
[η πρόθ. από ως επίρρ. (βλ. και LBG, λ. από, 9.-10. αι.). O τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ύστερα, έπειτα:
- από αμνημονεύτων χρόνων [apó amnimonéfton xrónon] adv phr (L)
- fr time immemorial:
- η οικογένειά μας είναι εγκαταστημένη εδώ ~~~
[fr kath ← MG (pap 6th c.) εξ αμνημονεύτου χρόνου]
- fr time immemorial:
- από ανέκαθεν [apó anékaθen] adv phr (also less freq από ανέκαθε) (L)
- fr the beginning, always (syn ανέκαθεν b, απανέκαθεν):
- ~~ τους έδερνε μαύρη τεμπελιά (Karagatsis)
[fr kath ανέκαθεν ← K, AG]
- fr the beginning, always (syn ανέκαθεν b, απανέκαθεν):
- από γεννησιμιού [apó yenisimjú] (& από γεννησιμιό) w. gen. of pers pron (μου, σου, της, του etc) phr
- since birth, fr the cradle (syn D γεννητάτα, syn phr D από γεννητάτα, L εκ γενετής):
- ~~ του ανίκανος, αόμματος, άρρωστος, ηλίθιος, καλλιτέχνης, λεβέντης |
- ήτανε πολύ ντροπαλή από γεννησιμιό της (Psichari) |
- τούτο το ψάρι δεν είναι έτσι ~~ του (Bastias) |
- ~ ~ σου το 'χεις πάθει αυτό το κακό; (Lountemis) |
- κείνο που σιχαινότανε από γεννησιμιό του ήτανε να δίνει κανείς μεγάλη σημασία στο άτομό του (LAkritas) |
- poem .. ~~ μας | λέω συφορές βαριές μας έγραψε να φορτωθούμε ο Δίας (Homer Il 10.70 Kaz-Kakr) |
- μ' αυτή λέγει πως ~~ | μεσ' τον ύπνο της γυρίζει κι άθελά της περπατεί (Vlastos)
[fr phr από γεννησιμαίου or από γεννησιμιού, the latter being gen of noun γεννησιμιόν; από γεννησιμιό (w. acc.)]
- since birth, fr the cradle (syn D γεννητάτα, syn phr D από γεννητάτα, L εκ γενετής):
- από θεμελιού [apo θemeljú] adv phr
- fr the foundations, fundamentally, radically (syn L εκ θεμελίων):
- οι πόλεμοι και τα βάσανα γκρέμισαν τις ηθικές αξίες ~~ (Charis) |
- η αλήθεια αυτή μου συντάραξε ~ ~ την ψυχή (Myriv) |
- μια καινούργια δύναμη θ' αλλάξει ~ ~ του τον κόσμο (Vlami)
[cpd w. θεμέλιο]
- fr the foundations, fundamentally, radically (syn L εκ θεμελίων):
- από καθέδρας [apo kaθé∂ras] adv phr (L)
- authoritatively, ex cathedra (near-syn δογματικά):
- μιλώ, φθέγγομαι ~~ speak dogmatically, pontificate |
- αν ο νεοελληνικός στωικισμός ξεκινούσε ~ ~, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αποτέλεσμα ξένης διδασκαλίας (Theotokas)
- ⓐ used adjectivally ex cathedra, dogmatic, authoritative:
- ο ~~ σοσιαλισμός |
- η ~ ~ διδασκαλία |
- η ~ ~ κριτική οδηγήθηκε προς τις νέες πραγματικότητες (Dimaras) |
- η ~ ~ φιλοσοφία επιχειρεί επίθεση εναντίον της τέχνης (Tsatsos, adapted) [fr kath (neol) από καθέδρας, calqued on Lat ex cathedra] S. καθέδρα.
- authoritatively, ex cathedra (near-syn δογματικά):
- από καταβολής [apokatavolís] adv phr w. gen (L)
- fr the very beginning, fr the origin (near-syn απαρχής 1):
- ~~ της γερμανικής γλώσσας δεν υπάρχουν θελκτικότερα λόγια από κείνα που τραγούδησε ο Heine (Athanasiadis-N) |
- η μέθοδος του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι είναι ~ ~ της διαλεκτική (Theodorakop) |
- το ταμείο των ιερέων εστάθηκε ~ ~ κόσμου το ρυθμιστικό μέτρο της θρησκευτικής λατρείας (ChZalokostas)
[fr kath phr από καταβολής ← K (NT)]
- fr the very beginning, fr the origin (near-syn απαρχής 1):