Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απωθημένο [apoθiméno] το, usu pl απωθημένα τα, (L)
- repressed or frustrated feeling or thought:
- καλλιτεχνικά, φιλοχουντικά απωθημένα |
- βγάζω τα απωθημένα μου vent or relieve one's suppressed feelings (near-syn εκτονώνομαι) |
- μαζεύουμε τα απωθημένα μιας συσσωρευμένης επιθετικότητας |
- αγαπώ τα ακριβά αυτοκίνητα· ίσως να 'ναι ~ μου, που στο χωριό μου γύριζα με το γάιδαρο |
- η ψυχανάλυση τείνει να ελευθερώσει τα απωθημένα |
- τα απωθημένα αναπηδούν με τους πρώτους ήχους του μπαγλαμά |
- δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν απωθημένα από παλιές εθνικές περιπέτειες
[substantiv. n of απωθημένος2]
- repressed or frustrated feeling or thought:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απωθημένος1 [apoθiménos] ο, (L)
- spurned or rejected person (near-syn απόβλητος1, αποδιωγμένος1):
- ποιος αγνοεί το δράμα των αγνοημένων, των απωθημένων, που υποφέρουν επειδή είχαν ποθήσει τη δόξα; (Stasinop)
[substantiv. m of απωθημένος2]
- spurned or rejected person (near-syn απόβλητος1, αποδιωγμένος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απωθημένος2, -η, -ο [apoθiménos] (L)
- ① pushed back or aside, suppressed (near-syn αποδιωγμένος2, παραγκωνισμένος, παραμερισμένος):
- τα πιο αδύναμα ελάφια έμεναν στην άκρη απωθημένα από τα πιο ορμητικά (Thrylos) |
- θέλουν να ποζάρουν για αδικημένοι, για απωθημένοι από τους καπάτσους και τους ανήθικους (Glezos)
- ② prevented fr being expressed, excluded fr consciousness, repressed (near-syn καταπιεσμένος):
- ~ερωτισμός |
- απωθημένη επιθετικότητα, πίκρα, συγκίνηση, συμπάθεια, ψυχή |
- απωθημένες αναμνήσεις, επιθυμίες, ορμές, σκέψεις, τάσεις |
- απωθημένο κατάλοιπο, ένστικτο, πάθος, πείσμα |
- σεξουαλικά απωθημένη σχέση |
- εκφράζουν τα ψυχικά συμπλέγματα, που βρίσκονται απωθημένα στα βάθη του ασυνειδήτου (Papanoutsos) |
- ο ~μεσσιανικός πόθος του K. βρίσκει διέξοδο στη μυθιστοριογραφία του (Prevelakis) |
- ο Λ. είχε μια ανάγκη φιλίας έντονα τραυματισμένη ή απωθημένη (Dimaras) |
- του βγήκε στον αφρό η απωθημένη αλήθεια (Lamprou)
[ppp of απωθώ]
- ① pushed back or aside, suppressed (near-syn αποδιωγμένος2, παραγκωνισμένος, παραμερισμένος):