Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απτός -ή -ό [aptós] Ε1 : ΣYN χειροπιαστός. 1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι νοητό: Ο υλικός κόσμος είναι ~. Tο μικρό παιδί αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι είναι απτό. || H Έλεν Kέλερ είναι ένα απτό παράδειγμα για τη δύναμη της θέλησης. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι φανερό, βεβαιωμένο, για το οποίο δεν μπορεί να αμφιβάλλει κάποιος: Έφερε απτές αποδείξεις και όχι αβέβαιες ενδείξεις. απτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἁπτός· 2: σημδ. γαλλ. tangible]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτός, -ή, -ό [aptós] (L)
  • tangible, palpable (syn χειροπιαστός, near-syn αισθητός 1):
    • ~κίνδυνος, κόσμος, παράδεισος, στόχος |
    • απτή επιφάνεια, ομορφιά, παρουσία, τέχνη, ύπαρξη |
    • απτή αντίθεση, απόδειξη, πραγματικότητα, σαφήνεια |
    • απτό αντικείμενο, ενδιαφέρον, κριτήριο, παράδειγμα, τεκμήριο |
    • απτά αποτελέσματα, δεδομένα, περιστατικά, στοιχεία, χαρακτηριστικά |
    • μια απτή έκφραση της διαμάχης |
    • κύριος στόχος της παρεμβολής ήταν να καταστεί σαφής, ορατή και απτή η απειλή, την οποία αισθάνεται η χώρα |
    • πλάγιασε ανάμεσα στους γονιούς της, που η απτή προστασία τους την καθησύχαζε (AAGeorgiadis-K) |
    • η επίδραση της τεχνικής είναι απτή από κάθε άνθρωπο (Theodorakop) |
    • το μυθιστόρημα δεν έχει καθόλου δράση, που να γίνεται απτή στον αναγνώστη (Sachinis) |
    • όσο ανέβαινα τις σκάλες .. το όραμά της γινόταν απτότερο (Chatzinis) |
    • poem κυλάει .. | το φως του φεγγαριού | ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος (Melissanthi)

[fr kath απτός ← PatrG, AG ἁπτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες