Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόφερτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόφερτος, -η, -ο [aprόfertos] (L)
  • unpronounceable, unutterable, inexpressible (near-syn δυσκολοπρόφερτος, δυσπρόφερτος):
    • απρόφερτο όνομα, απρόφερτα φωνήνετα |
    • απρόφερτο γλωσσικό ιδίωμα |
    • το απρόφερτο νόημα της ζωής |
    • η ψυχή του μοιάζει να έχει απρόφερτους πνευματικούς πόθους (Terzakis) |
    • απρόφερτο ως τώρα το πάθος τούτο, περνάει από το νου μέσα (Theodorakop)

[fr kath (neol) απρόφερτος, cpd w. new adj *προφερτός (: προφέρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες