Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόσωπος -η -ο [aprósopos] Ε5 : 1α.που δεν έχει το χαρακτήρα του ιδιαίτερου και του πρωτότυπου, που είναι όμοιο με πολλά άλλα: Οι θάλαμοι των νοσοκομείων είναι ψυχροί και απρόσωποι. Πόλεις απρόσωπες, χωρίς προσωπικότητα. Tο απρόσωπο περιβάλλον του ορφανοτροφείου. β. που δεν αφορά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: H κριτική του / η καταγγελία του ήταν εντελώς απρόσωπη. γ. (φιλοσ.) που δεν υφίσταται ως πρόσωπο. ANT προσωπικόςII3: Ο θεός των πανθεϊστών είναι ~. 2. (γραμμ.) ANT προσωπικόςII2: Aπρόσωπες εγκλίσεις, που δεν έχουν ξεχωριστούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα κάθε αριθμού (το απαρέμφατο και η μετοχή). Aπρόσωπα ρήματα, που δεν έχουν υποκείμενο ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα και που συνηθίζονται στο γ' πρόσωπο. Aπρόσωπη σύνταξη, με απρόσωπο ρήμα (στα αρχαία ελληνικά και με απρόσωπη έγκλιση). Aπρόσωπες εκφράσεις.
απρόσωπα ΕΠIΡΡ: Mιλώ εντελώς ~, χωρίς να αναφέρομαι σε ορισμένο πρόσωπο. ANT προσωπικά. [λόγ.: 1α, β: ελνστ. ἀπρόσωπος, αρχ. σημ.: `χωρίς όμορφο πρόσωπο΄· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. impersonnel]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσωπος, -η, -ο [aprósopos] (L)
- ① lacking personal characteristics or individuality, impersonal, faceless, non-specific (ant προσωπικός):
- ~όγκος, όχλος |
- απρόσωπη αυθεντία, γραφειοκρατία, δύναμη, μάζα, μεγαλούπολη |
- απρόσωπο ιδανικό |
- απρόσωπο καθεστώς |
- απρόσωπο κοινό |
- απρόσωπο κοπάδι |
- απρόσωπο φάντασμα |
- απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου |
- απρόσωπη ατμόσφαιρα του καμπαρέ |
- ο ~ ρυθμός της ζωής |
- στις πλαζ το απρόσωπο γυμνό κορμί γυρεύει να πάει κάποιαν άλλη οντότητα (Loukatos) |
- η πολιτεία είναι η απρόσωπη έκφραση του κοινωνικού συνόλου (Panagiotop) |
- συνετέλεσε στη φιλοσοφική οικοδόμηση της ανθρώπινης, απρόσωπης διάνοιας (Lambridi) |
- το απρόσωπο και μαζί προσωπικότατο γένος αγωνίζεται τον μεγάλον αγώνα (Chatzinis)
- ⓐ not referring or belonging to a particular person, devoid of personal involvement, impersonal, detached, neutral (syn απροσωπικός, ant προσωπικός):
- ~λόγος, νόμος, τόνος |
- απρόσωπη επισημότητα, επιστήμη, μαρτυρία, ποίηση, σάτιρα |
- απρόσωπη αναγκαιότητα, δικαιοσύνη, ουδετερότητα |
- απρόσωπο ενδιαφέρον, ύφος |
- απρόσωποι αλγεβρικοί τύποι |
- απρόσωπη ιατροδικαστική αναφορά |
- απρόσωπη ιστορική περιγραφή |
- τήρησε απρόσωπη στάση |
- η νομοθεσία πρέπει να διακανονίζει απρόσωπες σχέσεις (Panagiotop) |
- ο κριτικός θα σταθεί όσο γίνεται πιο αντικειμενικός και ~απέναντι στο έργο (Tsatsos, adapted) |
- δένει σε μιαν εικόνα όλους τους προσωπικούς και τους απρόσωπους καημούς (Terzakis) |
- ο σύντομος έπαινος των νεκρών κρατιέται εντελώς ~και γενικός (Kakridis)
- ② gramm lacking a formal or specific subject, impersonal (ant προσωπικός):
- απρόσωπη έκφραση, σύνταξη |
- απρόσωπο ρήμα |
- απρόσωπες εγκλίσεις impersonal moods (i.e., infinitive, participle etc)
[fr kath απρόσωπος ← postmed (Somavera) απρόσωπος ← PatrG, K, AG ἀπρόσωπος]
- ① lacking personal characteristics or individuality, impersonal, faceless, non-specific (ant προσωπικός):