Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσωπα [aprósopa] adv (L)
- without personal reference or involvement, impersonally (ant προσωπικά):
- είχα σκοπό να μάθω κάτι και να φύγω, ~,χωρίς να αναγκασθώ ν' ανέβω επάνω (Palam) |
- είναι πρόθεσή μου, ~ και απροσωπόληπτα, να αποδώσω το βαθύτερο νόημα του έργου που κρίνω (Tsatsos) |
- ο νους ζητά να κοιτάξει το αντικείμενο ~ και εντελώς αντικειμενικά (Tatakis) |
- τους στοχασμούς, που του γεννιούνται, δεν τους εκφράζει αφηρημένα και ~, αλλά με το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό (Sachinis)
[fr postmed (Somavera) απρόσωπα, der of απρόσωπος]
- without personal reference or involvement, impersonally (ant προσωπικά):