Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόσφορος -η -ο [aprósforos] Ε5 : που δεν είναι κατάλληλος για κτ., που δεν ευνοεί τη δημιουργία ή την εξέλιξη μιας κατάστασης ή μιας διαδικασίας. ANT πρόσφορος: Οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας είναι απρόσφορες για την ανάπτυξη χειμερινού τουρισμού. Tο έδαφος είναι σήμερα απρόσφορο για διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. || ασύμφορος: Οι όροι που έθεσε θεωρήθηκαν απρόσφοροι και δεν έγιναν δεκτοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσφορος, αρχ. σημ.: `επικίνδυνος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσφορος, -η, -ο [aprósforos] (L)
- inappropriate, unsuitable (syn ακατάλληλος 1):
- απρόσφορη κατάσταση, μέθοδος |
- απρόσφορο κριτήριο, μέτρο, μέσο, όργανο, υλικό |
- απρόσφορη στιγμή inopportune moment |
- γλώσσα απρόσφορη για το γραπτό λόγο |
- οι εκλογές το Δεκέμβριο αντενδείκνυνται για τις απρόσφορες καιρικές συνθήκες |
- η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου κάνει τους λαούς απρόσφορους για ωμές σκηνοθεσίες (Roufos) |
- το μήνυμά τους αντήχησε σ' ένα κλίμα απρόσφορο να το δεχθεί (Thrylos) |
- η σύνθεση του πληθυσμού δημιουργεί απρόσφορο περιβάλλον για την επικράτηση του κομμουνισμού (Kasimatis) |
- ο Β. έχει απρόσφορη φωνή για το ρόλο που επωμίσθηκε (Ploritis)
[fr kath απρόσφορος ← MG (Tzetzes, Cod. Justin.) ← K, AG ἀπρόσφορος]
- inappropriate, unsuitable (syn ακατάλληλος 1):