Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσμενος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόσμενος -η -ο [aprózmenos] Ε5 : που συμβαίνει ή που παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένουν ή να τον έχουν προβλέψει: Ο ερχομός του ήταν εντελώς ~, απροειδοποίητος. Ένας ~ επισκέπτης. Mια απρόσμενη συνάντηση / καταστροφή / εξέλιξη, απρόβλεπτη. απρόσμενα ΕΠIΡΡ: Ήρθε ξαφνικά και ~.

[α- 1 προσμέν(ω) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσμενος, -η, -ο [aprόzmenos]
  • unexpected, unanticipated, unforeseen (syn in απροσδόκητος):
    • ~ επισκέπτης, λόγος |
    • απρόσμενη ευκαιρία, μπόρα, παγωνιά, συνάντηση, υποδοχή, υποχώρηση |
    • απρόσμενο μήνυμα, περιστατικό, ταξίδι, τηλεφώνημα, φαινόμενο |
    • ήτανε απρόσμενες οι σκηνές στο νεκροταφείο |
    • η απρόσμενη ζέστη προκάλεσε το θάνατο εβδομήντα ανθρώπων |
    • ο B. κουβαλήθηκε ~ στο κονάκι του γιου του (Petsalis) |
    • η πολιτική ιστορία κι ο πολιτισμός επηρεάστηκαν από αυτό το απρόσμενο τέλος (Evelpidis) |
    • παράξενα απρόσμενη μου φαινόταν όλη τούτη η ημεράδα (Zappas) |
    • έσπασε σε κάτι απρόσμενους λυγμούς (Plaskovitis)

[cpd w. προσμένω; cf ακάτεχος (: κατέχω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες