Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόσκοπτος, επίθ.
-
- Που δεν προσκόπτει, δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος, απρόσβλητος:
- απρόσκοπτος αγάπη (Λίβ. P 1035).
[μτγν. επίθ. απρόσκοπτος (DGE). H λ. και σήμ.]
- Που δεν προσκόπτει, δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος, απρόσβλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόσκοπτος -η -ο [apróskoptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς προσκόμματα, που δε συναντάει εμπόδια· ομαλός: H κυβέρνηση εγγυάται την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογών. Πρέπει να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
απρόσκοπτα ΕΠIΡΡ: Tα προϊόντα διακινήθηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. ἀπρόσκοπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσκοπτος, -η, -ο [apróskoptos] (L)
- unimpeded, unobstructed, unhindered, free (syn ακώλυτος 1 L, ανεμπόδιστος):
- απρόσκοπτη άνοδος, λειτουργία, κυκλοφορία, προέλαση, ροή |
- απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου |
- παρεμποδίζεται η απρόσκοπτη μεταφορά των προϊόντων |
- δυσκολίες χαρακτηρίζουν την κυβερνητική πολιτική στην απρόσκοπτη υλοποίησή της |
- είναι καιρός να εξασφαλίσει αυτό το επάγγελμα την απρόσκοπτη και ακίνδυνη εξάσκησή του (Melas) |
- τα σχόλια του συγγραφέα αδυνατίζουν την ελεύθερη και απρόσκοπτη πορεία της αφήγησης (Sachinis) |
- poem και κει αφήστε τ' όνειρο | απρόσκοπτο να τρέξει (Spanias)
[fr kath απρόσκοπτος ← MG απρόσκοπτος ← PatrG, K ἀπρόσκοπτος]
- unimpeded, unobstructed, unhindered, free (syn ακώλυτος 1 L, ανεμπόδιστος):