Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσκοπτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσκοπτα [apróskopta] adv (& D απρόσκοφτα) (L)
  • without obstacles, obstruction, or hindrance, smoothly, freely (syn ανεμπόδιστα):
    • αναπτύσσεται, δουλεύει, κυλάει, μιλεί, προχωρεί ~ |
    • αφήνουμε να επιδρούν ~ στις τύχες τους οικονομικές και πολιτιστικές δυνάμεις |
    • αν ο εφοδιασμός σε μορφίνη γίνεται ~, τότε οι τιμές πέφτουν χαμηλά |
    • το ρεύμα του μυστικισμού συνεχίστηκε ~ σ' όλη τη διάρκεια του Bυζαντίου (Tatakis) |
    • παρακολουθεί ~ την τροχιά, που διάγραψε το πνεύμα του συγγραφέα (Chatzinis, adapted) |
    • ήταν δύσκολο να φωτιστεί καλά το έργο και να είναι ~ ορατό απ' το θεατή (Miliadis) |
    • η τραγωδία, για να γίνει ~ κατανοητή, πρέπει να εξανθρωπισθεί (Thrylos) |
    • poem κι απρόσκοφτα και μαλακά | πάει μες στου ονείρου τα ρηχά | νερά να ναυαγήσει (Agras)

[der of απρόσκοπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες