Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσεχτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσεχτος1 [aprósextos] ο, (& L απρόσεκτος)
  • person who pays little attention, careless person:
    • το έργο παρουσιάζει ασάφεια για τους αμύητους ή για τους απρόσεχτους (Terzakis, adapted)

[substantiv. m of απρόσεχτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσεχτος2, -η, -ο [aprósextos] (& L απρόσεκτος)
  • careless, inattentive, negligent (near-syn αμελής2 1, ant προσεκτικός):
    • η ορθή πολιτεία [του Πλάτωνος] παρέχει σε απρόσεκτους πολιτειολόγους την εντύπωση του ολοκληρωτισμού (Despotop) |
    • η κοπελίτσα κέρδιζε· το ζάρι της ήταν ευνοϊκό κ' η μαμά πολύ απρόσεχτη (Karagatsis) |
    • η Πελοπόννησος ήταν ερημωμένη απ' την απρόσεκτη εκμετάλλευση των κατακτητών (SAntoniadi, adapted) |
    • μάζευε τ' απρόσεχτα λόγια των γνωστών της (KPapa) |
    • poem ένας μικρός ~ άγγελος -έτσι λέγαν τ' αστέρια- έφυγε κρυφά απ' την πόρτα του παράδεισου (Ritsos)

[fr postmed (Somavera) απρόσεχτος ← MG (Tzetzes) απρόσεχτος ← PatrG ἀπρόσεκτος, cpd w. *προσεκτός (: προσέχω); cf μεθεκτός (Aristotle+), ἀμέθεκτος (LK+)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες