Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσεχτα [aprósexta] adv (& L απρόσεκτα)
- ① carelessly, inattentively, negligently, inadvertently (near-syn L αμελώς):
- folkt το δαιμόνιο του νερού τρώει όποιον βουτήξει ~ μέσα στο ποτάμι |
- μικρές φρασούλες ξέφευγαν απ' τον ένα κι απ' τον άλλο ~ (KPapap) |
- παίζοντας ~ με σωρό καρφοβελόνες αγκυλώθηκε (Petimezas-L) |
- έμεινε σαν ντροπιασμένος που είχε προσβάλει απρόσεκτα την κοπέλα τούτη (Roussos)
- ② inattentively, idly, casually (near-syn αδιάφορα):
- το κοντύλι του, έτσι άκοπα, άνετα, ~, μας άφηνε στο χαρτί αξέχαστα σκίτσα (Palam) |
- σταυροκοπιούνται άθελα, βουβά κι ~ (Petsalis) |
- poem .. το κορίτσι μου είπε παίζοντας ~ με το | δεξί του στήθος |
- κλ (Seferis)
[der of απρόσεχτος2]
- ① carelessly, inattentively, negligently, inadvertently (near-syn L αμελώς):